Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Η ετυμολογία των ονομάτων της Ιερισσού και της αρχαίας Ακάνθου

Το μάρμαρο της Λαδιάβας [φωτογραφία Χ. Καραστέργιου]

Κείμενο: Μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης

Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού "Κύτταρο Ιερισσού"

Είναι γνωστό ότι η αρχαία Άκανθος ήταν αποικία των Ανδρίων στον ισθμό της Αθωνικής Χερσονήσου, στη θέση της παλαιάς Ιερισσού[2]. Το τοπωνύμιο προέρχεται από το προσηγορικό άκανθος 1) «bearsfoot, το φυτό Αcanthus mollis», 2) «το δένδρο ακακία», παράλληλος τύπος του αρχαίου ελληνικού άκανθα «αγκάθι», «οιοδήποτε ακανθώδες φυτό». Η βυζαντινή ονομασία της πόλης, που επιβιώνει μέχρι σήμερα, είναι Ερισός/ Ιερισσός. Το σημερινό όνομα εμφανίζεται για πρώτη φορά το 883, σε σιγίλλιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ με τη μορφή Ερισός, ο (τοῦ Ερισου ἡ ἐνορία), που επαναλαμβάνεται σε έγγραφο του Λέοντος Στ΄ του 908 (ἐνορίαν τοῦ Ἐρισοῦ), καθώς και σε άλλα έγγραφα του 10ου αι. (934, 942)[3]. Στα 942-943 απαντά ο θηλυκός τύπος τεις Ερισου, παράλληλα με τον αρσενικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις πρώτες αυτές μαρτυρίες το τοπωνύμιο δηλώνει και το κάστρον Ερισου[4]. Το 927 εμφανίζεται για πρώτη φορά ο τύπος κάστρον Ἱερισσοῦ[5], που έκτοτε χρησιμοποιείται παράλληλα με τον τ. Ερισός[6]. Από την χρονική διαφορά που υπάρχει ως προς την εμφάνιση του τύπου Ιερισσός προκύπτει ότι ο τύπος αυτός πρέπει να αποδοθεί σε παρετυμολογία του αρχικού Ερισός προς το ιερός ή σε λόγια «διόρθωση» του τοπωνυμίου από τους Αγιορείτες μοναχούς.

Για να ερμηνευτεί το οικωνύμιο Ερισός πρέπει καταρχήν να λάβουμε υπόψη μας την εγκατάσταση λατινόφωνης κοινότητας στην Άκανθο μεταξύ 85-57 π.Χ., όπως πληροφορούμαστε από επιγραφή που βρέθηκε στην ακρόπολή της (γνωστή ως το μάρμαρο της Λαδιάβας) και χρονολογείται μεταξύ 27 π.Χ.-14 μ.Χ. Η ρωμαϊκή αυτή κοινότητα (conventus civium Romanorum) αποτελούνταν από λατινόφωνους εμπόρους (negotiatores), που, όπως υποστηρίζει ο Δ. Σαμσάρης[7], πρέπει να ασχολούνταν με την εκμετάλλευση των μεταλλείων και της ξυλείας των δασών της περιοχής. Τα μέλη της ήταν προφανώς δίγλωσσα, δηλαδή μιλούσαν λατινικά και ελληνικά. Ο Ρωμαίος γεωγράφος Πομπόνιος Μέλα αναφέρει την Άκανθο ως εξής: «inter Strymona et Athon, turris Calarnaea et portus Κάπρου λιμήν Capru limen, urbs Acanthos et Echinia»[8]. Για την πόλη Εχινία που αναφέρεται μαζί δεν έχουμε δυστυχώς άλλες πληροφορίες[9]. Από το γεγονός όμως ότι ο Πομπόνιος Μέλα μνημονεύει τα δύο ονόματα μαζί, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι δύο πόλεις βρίσκονταν πολύ κοντά η μία στην άλλη[10], χωρίς να αποκλείεται ακόμη και ότι το οικωνύμιο Εχίνια ήταν μία παράλληλη ονομασία της ίδιας της Ακάνθου. Όταν πρόκειται για δύο ξεχωριστές πόλεις, ο Mela χρησιμοποιεί συνήθως πληθυντικό και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναμενόμενο ότι θα έγραφε «urbes Acanthos et Echinia» και όχι «urbs Acanthos et Echinia». Συνεπώς, όταν οι δίγλωσσοι αυτοί πληθυσμοί (Ρωμαίοι) εγκαταστάθηκαν στην Άκανθο τον 1ο αι. π.Χ., είτε βρήκαν να χρησιμοποιείται στα ελληνικά για αυτήν παράλληλα το όνομα Εχίνια, το οποίο καταγράφεται τον ίδιο αιώνα (περίπου το 45 π.Χ.) είτε κάποιον οικισμό Εχίνια, που βρισκόταν πολύ κοντά στην Άκανθο.



Το οικωνύμιο Εχίνια προέρχεται από το προσηγορικό εχίνος, που ήταν την ίδια περίοδο (1ος αι. π.Χ.) η κανονική λέξη της αρχαίας ελληνικής για το ζώο «σκαντζόχοιρος». Ήδη όμως από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η λέξη εχίνος χρησιμοποιείται κυρίως για τη δήλωση του «αχινού», το γνωστό μικρό θαλάσσιο ζώο, ο οποίος εκτοπίζει τη σημασία «σκαντζόχοιρος» (εξ ου και νεοελληνικό αχινός), για την οποία πλέον χρησιμοποιείται το ανύπαρκτο στα αρχαία ελληνικά σύνθετο ακανθόχοιρος[11]. Οι δίγλωσσοι Ρωμαίοι, που ταυτόχρονα στα ελληνικά τους χρησιμοποιούσαν το προσηγορικό εχίνος «σκαντζόχοιρος», μετέφρασαν το ελληνικό οικωνύμιο Εχινία (ή πιθανόν Εχίνος) στα λατινικά ως Ericius «σκαντζόχοιρος», το οποίο με την ουράνωση του κλειστού ουρανικού /k/ πριν από μπροστινό φωνήεν, που εμφανίζεται στα λατινικά της Βαλκανικής ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ.[12], εξελίχθηκε σε *Erišus > Ερισός. Η παρουσία του /š/ αντί του /tš/, που είναι το συνηθισμένο αποτέλεσμα της ουράνωσης του κλειστού ουρανικού /k/ στην λατινική της Βαλκανικής, μπορεί να αποδοθεί είτε σε φαινόμενο της βαλκανικής λατινικής, πβ. τους βαλκανικούς λατινικούς τύπους Dalmasius = Dalmatius, depossio = depostio, Eustasiae = Eustatiae, Eustasia = Eustatia, Lutasius = Lutatius, innocensius = innocentius κ.λπ. (3ος-4ος αι. μ.Χ.)[13], είτε σε φαινόμενο της ελληνικής, δηλαδή σε πρώιμη απόδοση του λατινικού /tš/ με ελληνικό /s/ λόγω ελλείψεως –εκείνη την περίοδο– /tš/ στα ελληνικά. Κατά συνέπεια το οικωνύμιο Ερισσός αποτελεί μεταφραστικό δάνειο στα λατινικά του ελληνικού Εχίνος, ετυμολογία που ενισχύεται από το ότι τόσο στις πρώτες γραπτές μαρτυρίες, όσο και μέχρι σήμερα στο τοπικό ιδίωμα το οικωνύμιο εμφανίζεται ως Νιρσός, ο[14]/ Ιρσός (πβ. τύπους Ιρσιώτς ή Ρσιώτς «Ιερισσιώτης»[15]), δηλαδή το νέο όνομα είναι αρσενικό, προφανώς από επίδραση του γραμματικού γένους του εχίνου.


Οκτώβριος του 927 μ.Χ.. Υπόμνημα του κριτού Θεσσαλονίκης Σαμωνά. Για πρώτη φορά σε αυτή την περγαμηνή εμφανίζεται η Ιερισσός ως “κάστρον Ἱερισσοῦ”. Από το βιβλίο «ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ», Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω & Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 436.

Πρέπει να προσθέσουμε ότι ο τύπος Ερισός < *Erišus είναι πρωιμότερος και διαφορετικός από τον τύπο αρίτσιους [arítšus] (προσηγορικό), που απαντά σε πολλά βόρεια ελληνικά ιδιώματα, ακόμη και στην Χαλκιδική (π.χ. στην Ιερισσό αριτσουμένους «αυτός που του έχουν σηκωθεί οι τρίχες των μαλλιών όπως του σκαντζόχοιρου»[16]), στον οποίο έχουμε το αναμενόμενο αποτέλεσμα της ουράνωσης, δηλ. /ki/>/tši/ (ericius > /arítšus/), στην βαλκανική λατινική. Οι τύποι αυτοί των ελληνικών ιδιωμάτων δεν αποτελούν δάνεια από την κουτσοβλαχική (πβ. ρουμ. ariciu), όπως ενίοτε υποστηρίζεται, αλλά ρωμανικά δάνεια, δηλαδή δάνεια που πέρασαν από το λαϊκό κανάλι της βαλκανικής λατινικής πριν τον σχηματισμό των επιμέρους τεσσάρων βαλκανικών νεολατινικών γλωσσών (6ος έως 10ος αι.)[17]. Εξάλλου το κλασικό λατινικό ericius «σκαντζόχοιρος» σώζεται σε όλες σχεδόν τις νεολατινικές γλώσσες, πβ. ρουμανικό ariciu, ιταλικό riccio, προβηγκιανό, καταλανικό aritz, ισπανικό erizο, πορτογαλικό ouriço, γαλλικό hérisson[18] κ.λπ.

Ως προς την ακριβέστερη σημασιολογική σχέση του οικωνυμίου με το λατινικό ericius «σκαντζόχοιρος», η άποψή μας είναι ότι η ονομασία Εχίνια οφείλεται στην οχυρωματική οργάνωση της πόλης και ότι το όνομα είχε μία χρήση παρόμοια με αυτήν που μεταξύ άλλων αναφέρει ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) στο λήμμα ἐχῖνοι: «καί οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες». Μετά τα παραπάνω, δεν μπορεί να αποκλειστεί και ότι το οικωνύμιο Ερισός αποτελεί μεταφραστικό δάνειο απευθείας από το ελληνικό Άκανθος, που ταυτίστηκε με προσηγορικό άκανθος «σκαντζόχοιρος», χωρίς τη μεσολάβηση του τύπου Εχίνια/Εχίνος, πβ. αρχαία ελληνικά άκανθαι «αγκάθια του σκαντζόχοιρου», ακανθίων, ‑ονος «σκαντζόχοιρος»[19]. Δηλαδή δεν θα ήταν απίθανη μία σημασιολογική εξέλιξη άκανθος «τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου» > «σκαντζόχοιρος» στο τοπικό αρχαίο ελληνικό ιδίωμα. Βλ. και Ησύχιος, λήμμα ἀκάνθιον «ράμνος καί ἐχῖνος», λήμμα ἄκανθος 2 «περίρραμμα ὑφασμένον καί ζῶον».

Ο Χ. Συμεωνίδης[20] υποστηρίζει ότι το οικωνύμιο Ιερισσός προέρχεται από λατινικό cerissus «αγκάθι», παραπέμποντας για την τεκμηρίωση της άποψης αυτής στην Ε. Τρακασοπούλου-Σαλακίδου[21]. Αυτή με την σειρά της παραπέμπει στην Λ. Παρλαμά[22]. Δεδομένου όμως ότι η τελευταία δεν δίνει καμία παραπομπή για την ύπαρξη στα λατινικά τέτοιας λέξης ούτε αυτή είναι γνωστή από κάποια πηγή της λατινικής ή των νεολατινικών γλωσσών, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Μία τέτοια ετυμολόγηση εξάλλου θα άφηνε ανεξήγητη την αποβολή του αρχικού λατινικού /k/ (cerissus > erissus;).






[1] Το παρόν άρθρο αποτελεί μεταφρασμένο στα ελληνικά (με ελάχιστες τροποποιήσεις) τμήμα της μελέτης “Linguistic Evidence on the Natural Environment of Halkidiki: Oiconyms and Toponyms”, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της Αριστείας «Μεταλεία, ελιές και μοναστήρια: όψεις της περιβαλλοντικής ιστορίας της Χαλκιδικής» και χρηματοδοτήθηκε από το ΓΓΕΤ Πρόγραμμα Αριστεία ΙΙ, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και διά βίου μάθηση». Είναι διαθέσιμη στα αγγλικά στο ηλεκτρονικό αποθετήριο της βιβλιοθήκης του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος. Ευχαριστούμε τον καθηγητή κ. Β. Γούναρη (Basil C. Gounaris) για την παροχή της δυνατότητας δημοσίευσής του και τον καθηγητή γλωσσολογίας κ. Χρ. Τζιτζιλή για τις υποδείξεις του.


[2] Όπως είναι γνωστό, η παλαιά Ιερισσός ήταν κτισμένη σε λόφο και μετά την καταστροφή της από τον σεισμό του 1932 μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση της.


[3] D. Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, Paris: P. Lethielleux, 1975, αρ. 1, σ. 15, αρ. 2, σσ. 8, 50, αρ. 3, σ. 10, αρ. 4, σσ. 23, 25, 27, αρ. 5, σ. 24.


[4] Actes du Prôtaton, αρ. 5, σσ. 1, 11, 19, 24, 28, 53, 66, αρ. 6. σσ. 4-6.


[5] «Ἡ τῶν οἰκητόρων τοῦ κάστρου Ιερισσοῦ ἀπείθεια καί σκληρότης...», βλ. J. Lefort, N. Oikonomidès, D. Papachryssanthou (επιμ.), Actes d’Iviron, des origines au milieu du xie siècle, τόμ. Ι, Paris: P. Lethielleux, 1985, αρ. 1, σ. 1· J. Lefort, N. Oikonomidès, D. Papachryssanthou (επιμ.), Actes d’Iviron, du milieu du xie siècle à 1204, τόμ. ΙΙ, Paris: P. Lethielleux, 1990, αρ. 31, σ. 54.


[6] Π.χ. το 982 «ἐν τῶδε τῶ θεοσώστω κάστρω Ιερισσοῦ», βλ. Actes d’Iviron, τόμ. Ι, αρ. 4, σ. 19, και μετά αρ. 5, σ. 15, αρ. 7, σσ. 10, 22, 27, αρ. 15, σ. 53, αρ. 16, σσ. 3-4, 47, 57· P. Lemerle, A. Guillou, N. Svoronos, D. Papachryssanthou (επιμ.), Actes de Lavra, des origines à 1204, τόμ. Ι, Paris: P. Lethielleux, 1970, αρ. 18, σ. 26, αρ. 24, σ. 8· J. Bompaire, Actes de Xéropotamou, Paris: P. Lethielloux, 1964, αρ. 4, σ. 6 κ.λπ.


[7] «Οι Ρωμαίοι και η Χαλκιδική», Πρακτικά του Πρώτου Πανελληνίου Συμποσίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Χαλκιδικής, Πολύγυρος, 7-9 Δεκεμβρίου 1984, Χρονικά της Χαλκιδικής (παράρτ.), Θεσσαλονίκη: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Χαλκιδικής, 1987, 113-25.


[8] Pomponius Mela, De Chorographia Libri Tres, Lipsiae: B.G. Teubner, 1880, 35.


[9] Βλ. Μ. Zahrnt, Olynth und die Chalkidier, Μόναχο: C.H. Beck, 1971, 185-6.


[10] Πβ. και όσα γράφει ο Zahrnt, όπ.π., 185: «Ein Echinia wird nur von Mela 2, 30 neben Akanthos genannt» («μία Εχίνια αναφέρεται μόνο από τον Μέλα 2, 30 δίπλα στην Άκανθο»). Την ερμηνεία ότι η Εχινία ήταν άλλη ονομασία της Ακάνθου δίνει και ο Σ. Λιάκος: «Ο Μέλα που έζησε κατά τον Α΄ μ.Χ. αιώνα μας αποκαλύπτει ότι η Άκανθος λέγεται και Εχίνεια» (βλ. Γ. Αποστολίδης, Άκανθος: Ερισσός-Ιερισσός και Αγιορείτες, Ιερισσός: Δήμος Σταγείρων-Ακάνθου, 2004, 121).


[11] Ήδη η σημασία «αχινός» εμφανίζεται ως η βασική του εχίνος στον Ησύχιο (5ος αι. μ.Χ.), βλ. Ηesychii Alexandrini Lexicon, λ. ἐχῖνος: «μικρόν τῆς θαλάσσης ζῶον». Η κανονική για τον σκαντζόχοιρο λέξη στον ίδιο αρχαίο λεξικογράφο είναι ακανθόχοιρος, όπως προκύπτει από το ότι τη δίνει ως ερμήνευμα του λήμματος ἐχῖνοι: «πέμμα νησιωτικόν... και οι ακανθόχοιροι».


[12] Βλ. Ν. Κατσάνης, «Λατινοελληνικά ΙΙ: Λατινικές λέξεις στα νεοελληνικά ιδιώματα», Graeco-Romanica, Πρακτικά της ημερίδας της 24ης Απριλίου 1996 στα πλαίσια της 17ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας ΑΠΘ, 1997, 106.


[13] H. Mihăescu, Limba latină în provinciile Dunărene ale imperiului Roman, București: Academia Republicii populare romîne, 1960, 93· του ιδίου, La langue latine dans le sud-est de l'Europe, București-Paris: Editura Academiei, 1978, 197-8.


[14] Ο πρώτος που υποστήριξε την ετυμολογία του οικωνυμίου Ερισός από το λατινικό ericius ήταν ο Σ. Λιάκος, βλ. επιστολή του στον Αποστολίδη (Άκανθος: Ερισσός-Ιερισσός και Αγιορείτες, όπ.π., 119-122). Στο μη καθαρά επιστημονικό αυτό έργο του Γ. Αποστολίδη (σσ. 115-28) γίνεται επίσης προσπάθεια ετυμολόγησης από το λατινικό ericius, άποψη που, παρά τις αρκετές και σοβαρές ανακρίβειες που την συνοδεύουν, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.


[15] Προφορική πληροφορία αρχαιολόγου Δρ Ιωακείμ Παπάγγελου.


[16] Γ. Αποστολίδης, όπ.π., 127.


[17] Ν. Κατσάνης, «Τα λατινικά και λατινογενή δάνεια στις διαλέκτους και στα ιδιώματα της Νέας Ελληνικής», Νεοελληνική Διαλεκτολογία, τόμ. 1, Αθήνα 1994, 195-201.


[18] Για την εξέλιξη του ericius στις νεολατινικές γλώσσες και τις διάφορες σημασίες που παίρνει σε αυτές βλ. W. Meyer-Lübke, Romanisches etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη: C. Winter, 1911, αρ. 2897.


[19] H.G. Liddel, R. Scott, A Greek-English Lexicon, Oxford: Clarendon Press, 1996, λ. άκανθα.


[20] Ετυμολογικό Λεξικό Νεοελληνικών Οικωνυμίων, τόμ. 1, Λευκωσία, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ι.Μονής Κύκκου, αρ. 5815.


[21] «Οι ανασκαφές στην αρχαία Άκανθο», Πρακτικά του Πρώτου Πανελληνίου Συμποσίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Χαλκιδικής, Πολύγυρος, 7-9 Δεκεμβρίου 1984, Χρονικά της Χαλκιδικής (Παράρτημα), Θεσσαλονίκη: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Χαλκιδικής, 1987, 84.


[22] «Καύσεις στο κλασικό νεκροταφείο της Ακάνθου», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, 11.1 (1978), 5, σημ. 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου