Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Μνήμες από τον σεισμό της 26ης Σεπτεμβρίου του ’32 της Μαρίκας Ν. Κουτσούπη-Γκατζώνη


…Εκείνη τη χρονιά είχαμε μπει στο καινούριο μας σπίτι. Ήταν διώροφο, όπως και το παλιό. Ήταν ενωμένα κι επικοινωνούσαν με πόρτα. Εγώ ήμουν 10 χρονών.
Εκείνο το βράδι κοιμόμασταν στο δωμάτιό μας όταν έγινε ο σεισμός. Δε θυμάμαι αν ξυπνήσαμε από μόνοι μας ή μας ξύπνησε η μητέρα μας.

Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι η σκεπή έφυγε ολόκληρη, γλίστρησε στο πλάι και η μία της πλευρά έφτασε κι ακούμπησε στο χώμα. Το ταβάνι έπεσε και η μία του άκρη ακούμπησε στα ρούχα που ήταν τοποθετημένα πάνω στο μπαούλο σε μια άκρη του δωματίου, στη ρουχοθέση, όπως τη λέγαμε, δημιουργώντας από κάτω ένα μικρό χώρο, όπου μας συγκέντρωσε η μητέρα μου.

Ο αδερφός μου ο Κώστας ήταν 6 χρονών και με κρατούσε από την άκρη του φουστανιού μου. Η μητέρα μου φώναζε και τον αδερφό μου τον Θόδωρο δύο χρόνια μικρότερο από μένα που δε φαινόταν πουθενά. Πηγαίνοντας προς τα κει πήρα από την κούνια (τρόκνια) που ήταν στερεωμένη στη γωνία του δωματίου και το μικρό μου αδερφό, τον Τάκη, τυλιγμένο στις φασκιές. δεν είχε ακόμα χρονίσει. Πηγαίνοντας προς το άνοιγμα, λέω στη μητέρα μου: «μητέρα πήρα και τον μπέμπη». Έτσι τον έλεγα κι ας ήταν βαφτισμένος. Κι εκείνη θορυβημένη απάντησε: «Αχ κορίτσι μου αυτό το ξέχασα».

Έκανε με τα χέρια της στα πηχάκια του ταβανιού, που είχαν φανεί πέφτοντας οι σοβάδες, μπαγ-νταντί ήταν το ταβάνι, ένα άνοιγμα και από κει με βοήθησε να βγω στη μια πλευρά της σκεπής. Μετά μου έδωσε και τα αδέρφια μου. Πατώντας κεραμίδα-κεραμίδα έφτασα στην άλλη άκρη της σκεπής την ακουμπισμένη στο χώμα, πάντα με τα δυο αδέρφια μου, τον ένα πιασμένο δίπλα μου και τον άλλο αγκαλιά. Λίγο πριν αρχίσω ν΄ απομακρύνομαι, βλέπω τον ένα τοίχο από το σπίτι του Καραβελή να πέφτει ολόκληρος πάνω στο σπίτι μας και την κούνια του μωρού να σκίζεται στη μέση. Η οικογένεια αυτή μέσα στον ύπνο της δεν είχε νιώσει το σεισμό και όπως έπεσε ο τοίχος, έφυγε και το πάτωμα και βρέθηκαν με το κρεβάτι πάνω στα ξύλα που είχαν στο κατώι.

Η μητέρα μου έμεινε εκεί στα χαλάσματα κι έψαχνε, φωνάζοντας τον Θόδωρο.
Τότε ήρθαν και τα ξαδέρφια του πατέρα μου και της είπαν να πάει μαζί τους. Εκείνη αρνήθηκε γιατί όπως τους είπε, έψαχνε τον Θόδωρο και ο πατέρας μου ήταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στα δυο σπίτια. Τα δυο ενωμένα σπίτια χώρισαν με το σεισμό κι ανάμεσά τους στο άνοιγμα της πόρτας κλείστηκε ο πατέρας μου, σφηνωμένος στο ύψος του στήθους.
Της είπαν να μην ανησυχεί για τον Θόδωρο, γιατί με τον σεισμό πέρασε αμέσως από το καινούριο σπίτι στο παλιό, όπου έμενε φιλοξενούμενη μία οικογένεια από την Καβάλα, έμποροι, κι έμεναν εκεί, όταν έρχονταν στο χωριό μας η κυρά Θεανώ. τους κατέβασαν αυτοί όλους μαζί και τον πήραν με την οικογένειά τους, μια και εκείνη την εποχή οι συγγενείς καθόμασταν γειτονιά και ήμασταν αγαπημένοι.

Η μητέρα μου δυσπιστούσε και τους εκλιπαρούσε να μην της λένε ψέματα, όσο είχε πιθανότητες να τον βρει ζωντανό ανάμεσα στα τούβλα και τις πέτρες. Όταν πείστηκε και πάλι δεν έφυγε. έμεινε για τη διάσωση του πατέρα μου. Τα δυο του ξαδέρφια, τον ένα τον έλεγαν Αριστοτέλη, πήγαν να φέρουν τσεκούρια για να βγάλουν τον πατέρα μου.
Όσο για μένα φοβισμένη και με σφιγμένη την καρδιά, έχοντας το ένα παιδί πιασμένο στη φούστα και το άλλο στην αγκαλιά πήρα μόνη μου το δρόμο προς τα εκεί που ένιωθα τον κόσμο. Πρέπει να είχε ξαστεριά, γιατί μπορούσα να βλέπω. Φτάνοντας λίγο πιο κάτω, στου Τσιμνού το πηγάδι, είδα έναν άνθρωπο πλακωμένο από τους ώμους και πάνω από τη σκεπή του πηγαδιού. Ήμουν η πρώτη που τον είδα κι από τον τρόμο μου δεν κατάλαβα αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Μετά έμαθα πως ήταν η Ζαβαλίνα που είχε ξενοδοχείο κι είχε πάει να πάρει νερό. Πρόσφατα διάβασα ότι ήταν μόλις τριάντα πέντε χρονών.

Τρέμοντας συνέχισα να πηγαίνω εκεί που ήταν οι άλλοι συγκεντρωμένοι.
Σαν τους έφτασα, ακούσαμε από τον τηλεβόα ότι έπρεπε ν΄ απομακρυνθούμε από το λάκκο και ν΄ ανεβούμε στα υψώματα. Έτσι περάσαμε το λάκκο και φτάσαμε απέναντι στο λόφο, εδώ κοντά που ήταν στο καινούριο χωριό, το σπίτι του Συκιώτη. Εκεί ήταν κι ένας γείτονάς μας ο μπάρμπα Ασβεστάς που σα με είδε, μου είπε λυπημένος: «σκουτώθκαν κουρίτσι μ’ η μάνα σ’ κι ου πατέρας σ’; Ε ρε πως κλείν' τα σπίτια! Έλα να κάτσ’ ιδώ τσ κάπις!» Εγώ όμως παρόλο που ήμουν μικρή θυμήθηκα ότι είχα ακούσει πως η γυναίκα του είχε πεθάνει, πριν λίγο καιρό φυματικιά κι αρνήθηκα.
Όλο το βράδυ ήμουν καθισμένη εκεί, μόνη μου, με το μωρό αγκαλιά, που λες και καταλάβαινε δεν έκλαψε καθόλου και τον Κώστα πιασμένο από δίπλα μου πότε γονατιστό και πότε καθισμένο. Είχα κι ένα κιλίμι που ήταν σκεπασμένο το μωρό στην κούνια και το τράβηξα, ως φαίνεται, μαζί και με μια άκρη προσπαθούσα λίγο-λίγο να σκεπάσω και το άλλο παιδί.
Η γη έτρεμε συνέχεια. Σάμπως σταματούσε και καθόλου; Πότε σιγανότερα και πότε δυνατότερα. Τρέμαμε κι εμείς μαζί κι από το φόβο και το κρύο. Χωρίς παπούτσια, ξυπόλητοι και χωρίς κάποιο πανωφόρι.

Σ’ έναν τέτοιο μετασεισμό είδα να πέφτει και το καινούριο σχολείο, που μέχρι τότε στεκόταν όρθιο. Ακούστηκε τρομερός θόρυβος και σωριάστηκε μπροστά στα μάτια μας, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης.
Ψηλά στο χωριό, κοντά στην εκκλησία καιγόταν ένα σπίτι που είχε πιάσει φωτιά, μάλλον από τη λάμπα.
Ακούγονταν φωνές και κλάματα από ανθρώπους που έκλαιγαν ή έψαχναν τους δικούς τους. Πότε–πότε ακουγόταν κι ο τηλεβόας. Η φωνή του δάσκαλου του Νικολάκη Πέτρου σ’ ανατρίχιαζε, καθώς ακουγόταν να θρηνεί για το γιό του, τον Κωνσταντίνο. Είχε κι άλλες τρεις κόρες.
Έτσι πέρασα τη νύχτα μόνη μου, μέσα σε μια γενική σύγχυση και φόβο.
Δε θυμάμαι ποιά στιγμή και πώς βρεθήκαμε με τη μητέρα μου, αφού είχε φύγει ο πατέρας μου μαζί με τους άλλους τραυματίες, με το καράβι για την Καβάλα, γιατί, όταν τον έβγαλαν, δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του. Αυτό του άφησε μια δυσμορφία στη μετέπειτα ζωή του.
Αγγλικά καράβια που έκαναν άσκηση στο Αιγαίο και κατάλαβαν το σεισμό έσπευσαν σε βοήθεια.
Το πρωί είχαν ετοιμάσει έναν περιφραγμένο χώρο με πανί ως δύο μέτρα, νομίζω, ψηλό κι από εκεί μας μοίραζαν νερό -τα πηγάδια είχαν θολώσει και γεμίσει πέτρες- γάλα, ψωμί, γαλέτες.
Την ίδια μέρα ήρθε και η μάνα του στρατού . Έτσι άκουσα που την έλεγαν. ήταν μια αντρογυναίκα. και στρατός.

Έστησαν πάγκους από ξύλα για τραπέζια και καθίσματα εκεί που είναι τώρα του Νικήτα και μας μοίραζαν συσσίτιο. Μαζευόμασταν εκεί και τρώγαμε. Μας μοίρασαν και σκηνές, ανάλογα με τα άτομα. Ήταν μεγάλες και ψηλές και γύρω-γύρω εσωτερικά κάναμε κρεβάτια με ξύλα, για να μην κοιμόμαστε στο χώμα.
Ο κόσμος πήγαινε στα σπίτια του και προσπαθούσε να περισώσει ό,τι μπορούσε, για να πορευτεί. Και τι να βγάλει μέσα από τα συντρίμμια; Σε μας και στα δυο σπίτια, στο κάτω πάτωμα υπήρχαν εμπορεύσιμα, αλεύρι και κρασί που ωρίμαζε στις παραβούτες και τα βαρέλια. Ο τρύγος μόλις είχε τελειώσει. Όμως τα σακιά το αλεύρι είχαν καταπλακωθεί και σκιστεί κι οι παραβούτες είχαν γεμίσει πέτρες, ασβέστη, τούβλα και χώμα.
Ο κόσμος παρόλο τον φόβο και τον πόνο άρχισε αμέσως να προσπαθεί ν΄ ανασυνταχθεί, γιατί ο χειμώνας ήταν κοντά.

Εγώ μετά από καμιά δεκαπενταριά μέρες έφυγα μαζί με τους φιλοξενούμενούς μας για την Καβάλα, γιατί τα σχολεία είχαν ανοίξει και πήγα να συνεχίσω εκεί το σχολείο.
Ζήσαμε τραγικές στιγμές. Η μάνα μου τις επόμενες μέρες, μόλις άκουγε δυνατό θόρυβο, νομίζοντας ότι γινόταν σεισμός, πάθαινε πανικό και ζαλιζόταν. Κι από τότε μας έλεγε: «πριν πάτε για ύπνο να διπλώνετε δίπλα στο κρεβάτι σας τα ρούχα σας!» Κι ο πατέρας μου, όταν χτιζόταν τα σπίτια στο καινούριο χωριό, αποφάσισε τα εσωτερικά χωρίσματα να τα κάνει ξυλόπηχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου