Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος την τρίτη ημέρα του Πάσχα, αναβιώνει στην Ιερισσό της Χαλκιδικής το έθιμο του "ΜΑΥΡΟΥ ΝΙΟΥ Τ' ΑΛΩΝΙ".
Η αποτρόπαια αυτή πράξη αποτελεί το τελείωμα και το επιμύθιο της ηρωικής όσο και δραματικής επανάστασης στη Χαλκιδική.Η Ιερισσός υπήρξε ανέκαθεν μια ζωντανή παρουσία στα εθνικά προσκλητήρια και συγχρόνως μια εστία με πλούσια λαϊκή παράδοση.
Χορεύεται στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, από άνδρες και γυναίκες και αναπαριστά την σφαγή πάνω από 400 κατοίκων από τους Τούρκους.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή:
Επίκεντρο της επανάστασης υπήρξε η αγιορείτικη πολιτεία, στην οποία είχε φθάσει κατ’ εντολή του Αλεξ. Υψηλάντη, ο φιλικός Εμμανουήλ Παπάς, κορυφαίος των ευπατρίδων καταγόμενος από την Δοβίστα των Σερρών, βαθύπλουτος τραπεζίτης και έμπορος, που ήλθε να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό του γένους, προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αποβιβάσθηκε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, ξεφόρτωσε πολεμικό υλικό και έπειτα από σχετικές διαδικασίες άρχισε η στρατολογία και ο εξοπλισμός των μοναχών.
Ο ίδιος ζήτησε τη σύμπραξη και την οικονομική ενίσχυση από τις μονές, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από τα Ψαρά να αποστείλουν εξοπλισμένα καράβια για την απόκρουση ενδεχομένων αποβιβάσεων των Τούρκων. Στα τέλη Μαΐου κηρύχθηκε η επανάσταση στο πρωτάτο των Καρυών με πανηγυρική δοξολογία.
Η επανάσταση στη Χαλκιδική είχε αρχίσει με τη δυναμική συμμετοχή του Αγίου ΄Ορους και η εξέγερση όλης της Μακεδονίας επιβεβαίωνε την εθνική αποστολή που είχε καταγράψει πριν δυο χιλιάδες χρόνια περίπου ο Πολύβιος: «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΟΦΡΑΓΜΑ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ».
Ο Πολύγυρος επαναστάτησε την 17η Μαΐου 1821. Η Κασσάνδρα βρέθηκε επαναστατημένη το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους αλλά, στις 13 Νοέμβρη οι επαναστάτες λύγισαν στο στενό της Ποτίδαιας.
Ο Εμμανουήλ Παπάς με 1000 Αγιορείτες πολεμιστές με αρχηγούς τον αρχιμανδρίτη Βατοπαιδίου Θεόφιλον, Λαύρας Ναθαναήλ, Εσφιγμένου Ευθύμιον και Ξενοφώντος Γεδεών, που κινήθηκε προς βορράν κατά μήκος της Χερσονήσου του ΄Αθω, ξεσήκωσε την Ιερισσό, τα Μαντεμοχώρια και όλα τα χωριά που βρίσκονται στη βορινή πλαγιά του Χολομώντα. Οι παραπάνω ήταν ανοργάνωτοι και κακώς εξοπλισμένοι, με ξύλα οι περισσότεροι στα χέρια.
Μπαϊράμ Πασάς όμως ερχόταν από ανατολικά και ο Γιουσούφ Μπέης της Θεσσαλονίκης, αφού συγκέντρωσε δυνάμεις από τα δυτικά, ο Εμμανουήλ Παπάς με τη φάλαγκά του βρέθηκε μεταξύ δυο πυρών στα στενά της Ρεντίνας και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς το Άγιον Όρος.
Ο Μπαϊράμ Πασάς προσχώρησε μέσω Σταυρού και Ολυμπιάδας προς το Στρατώνι και Ιερισσό.
Είχε προηγηθεί η κήρυξη του ιερού πολέμου από τον Σουλτάνο και Χαλίφη Μαχμούτ με το αυτοκρατορικό φιρμάνι του, της 3ης Μαΐου 1821 που αναφέρει:
«Το παράγγελμα του Ιερού Σερή επιβάλλουν όπως, αυτοί μεν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα και αι γυναίκες εξανδραποδίζονται, τα υπάρχοντα των διανέμονται μεταξύ των πιστών νικητών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις το πυρ και την τέφραν ούτως ώστε αλέκτορος φωνή να μη ακουσθεί πλέον εν αυτοίς».
Τα σχετικά έγγραφα που βρέθηκαν στα μουσουλμανικά ιεροδικεία της Θεσσαλονίκης και Βεροίας και δημοσιεύθηκαν από τον Μακεδόνα εκ Βλάστης ερευνητή-ιστορικό κ. Ιωάννη Βασδραβέλη, είναι συνταρακτικά, γιατί περιγράφουν και ομολογούν επίσημα από τουρκικής πλευράς, τα αιματηρά γεγονότα και την γενοκτονία βήμα προς βήμα.
Όπως μας πληροφορεί ο κ. Βασδραβέλης στο βιβλίο του με τίτλο, «οι Μακεδόνες εις τους υπερ της ανεξαρτησίας αγώνες», η σύλληψη και η σφαγή των Ιερισσιωτών έγινε από τον μουτεσελίμη Θεσσαλονίκης, τον Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος αφού κατέπνιξε με σφαγές κάθε επαναστατική απόπειρα στη Θεσσαλονίκη και με την έκδοση του φιρμανίου με το οποίο διατάσσονταν η εξόντωση των επαναστατών της Χαλκιδικής, εξεστράτευσε μέσω της κοιλάδας του Λαγκαδά και κατέφθασε στην Ιερισσό, σκορπίζοντας στο διάβα του τον όλεθρο και τον θάνατο.
Εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στο ύψωμα «ΑΛΩΝΙ» όπου υπήρχε το μετόχι της Ιεράς Μονής Ζωγράφου, απ’ όπου επιτηρούσε ολόκληρη την περιοχή και τους επαναστάτες του Εμμανουήλ Παπά, που βρισκόταν στο Άγιον ΄Ορος.
Κατά άλλη εκδοχή, στα δραματικά γεγονότα της Ιερισσού, πρωτοστάτησε από τουρκικής πλευράς ο Μπαϊράμ Πασάς, ο οποίος προχώρησε μέσω Σταυρού-Ολυμπιάδας προς Στρατώνι και την Ιερισσό και πέρασε όλους τους άνδρες της Ιερισσού «εν στόματι ρομφαίας» και εξανδραπόδισε τα γυναικόπαιδα.
΄Ηταν άνοιξη πριν 189 χρόνια, και τ’ αηδόνια μεθυσμένα στις φραγές, με το διαφορετικό από τις άλλες φορές κελάΐδισμα τους, συμμετείχαν σε ένα δράμα καταστροφής και αίματος.
Είχε τελειώσει η επανάσταση σε μια Χαλκιδική πνιγμένη στο αίμα, καμένη γη, χαροκαμένη μάνα.
Τα γυναικόπαιδα της Ιερισσού, δέχτηκαν τη μοίρα τους στο ΄Αγιο ΄Ορος, όπου είχαν καταφύγει. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους οι επαναστάτες και να επιστρέψουν ανενόχλητοι στα σπίτια τους.
Μα εκεί τους περίμεναν οι μπαμπέσηδες οι Τούρκοι.
Πήραν τα όπλα των παλικαριών, των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και ύστερα παρασπόνδησαν.
Διέταξαν να περάσει ο Λαός κάτω από τον ταπεινωτικό ζυγό, που σχημάτιζαν δυο τούρκικα γιαταγάνια.
΄Επρεπε να σκύψουν το κεφάλι, να αποδεχτούν το όνειδος. ΄Ηταν οι ηττημένοι και είχαν παραδώσει τα όπλα τους, βρισκόταν στο έλεος των νικητών.
Τότε ακριβώς ξέσπασε, σαν μια αναλαμπή των Ουρανών, η άγια εκείνη τρέλα, που εναποθέτει στους καιρούς σφραγίδα δωρεάς στο κούτελο των Ελλήνων.
Το παλικάρι που «με τον ήλιο παράβγαινε» καθώς λέει το τραγούδι, πέταξε πέρα τα σπαθιά. Οι άοπλοι, οι κυκλωμένοι, οι αδύναμοι δεν έσκυβαν το κεφάλι. Δεν ταπεινώνονταν και γνώριζαν ότι αυτό σημαίνει θάνατο.
Έπεσε ο εχθρός πάνω στο σωρό και έσφαζε αράδα, κοκκίνισε η χλόη, βάφηκαν παπαρούνες τα πρώτα άσπιλα κρίνα του αλωνιού.
Τετρακόσιοι Ιερισσιώτες σφάχτηκαν σαν τα αρνιά της Λαμπρής.
Μα δεν προσκύνησαν. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός.
Χρόνια και χρόνια η Ιερισσός θυμότανε και θυμάται το γεγονός, μεταλαμπαδεύει από πατέρα σε γιο την μνήμη, διδάσκει το τραγούδι της σφαγής, ακολουθεί τα βήματα του «Καγκελευτού» χορού.
Γιατί ο Λαός, σαν δεν μπορεί να μιλήσει, σαν δε γνωρίζει να γράφει, τότε πιάνει το χορό, Ιερό χορό, κουβέντα με το Θεό, με τα περασμένα και τά μελλούμενα.
Οι αγώνες των Μακεδόνων του 21 με τη μεγάλη και αιματηρή συνεισφορά της Χαλκιδικής και του Αγίου ΄Ορους, είναι συνεισφορά αίματος και δακρύων, αλλά συνεισφορά αποφασιστική και προπαντός αποδεικτική της εθνικής μας ενότητας. Γιατί οι Μακεδόνες εξεγέρθηκαν, πολέμησαν και θυσιάστηκαν, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι, συγκρατώντας με τα στήθη τους τις στρατιές των Οθωμανών, στον φλεγόμενο Ελληνικό Βορρά, άφηναν ανάσα στα μαχόμενα αδέλφια του Ελληνικού Νότου, να πυργώσουν την Ελευθερία του γένους πάνω στα κόκαλα τα ιερά.
Πολλοί είναι εκείνοι, που σήμερα με την άνεση της ελεύθερης γνώμης προσπαθούν να ξεχωρίσουν τις τάξεις των ανθρώπων, τα κίνητρα και τα συμφέροντα που κρυβόταν πίσω από την αγωνιστική διάθεση των τότε αγωνιστών.
Σεβόμαστε την ενέργειά τους, αλλά εκείνο που μετράει για τον Ελληνισμό είναι το αποτέλεσμα.
Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες επί 400 ολόκληρα χρόνια, απέδειξαν ταυτόχρονα ότι το ΄Εθνος οφείλει ν’ αγωνίζεται με τις δικές του και μόνο δυνάμεις, καθ’ ότι αυτό έχει αποδειχθεί περίτρανα σε όλους τους ανά τους αιώνες αγώνες του.
Παράλληλα όμως οι πρόμαχοι εκείνοι της Ελευθερίας, προσέβλεπαν σε μια Ελλάδα νέα και ένδοξη λαμπρότερης εκείνης που παρέδιδαν.
Το μεγάλο ερώτημα και ο προβληματισμός, που κυριαρχεί σήμερα είναι, ποια Ελλάδα θα παραδώσουμε εμείς στους απογόνους μας!
Από το Κύτταρο Ιερισσού
Η επανάσταση στη Χαλκιδική είχε αρχίσει με τη δυναμική συμμετοχή του Αγίου ΄Ορους και η εξέγερση όλης της Μακεδονίας επιβεβαίωνε την εθνική αποστολή που είχε καταγράψει πριν δυο χιλιάδες χρόνια περίπου ο Πολύβιος: «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΟΦΡΑΓΜΑ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ».
Ο Πολύγυρος επαναστάτησε την 17η Μαΐου 1821. Η Κασσάνδρα βρέθηκε επαναστατημένη το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους αλλά, στις 13 Νοέμβρη οι επαναστάτες λύγισαν στο στενό της Ποτίδαιας.
Ο Εμμανουήλ Παπάς με 1000 Αγιορείτες πολεμιστές με αρχηγούς τον αρχιμανδρίτη Βατοπαιδίου Θεόφιλον, Λαύρας Ναθαναήλ, Εσφιγμένου Ευθύμιον και Ξενοφώντος Γεδεών, που κινήθηκε προς βορράν κατά μήκος της Χερσονήσου του ΄Αθω, ξεσήκωσε την Ιερισσό, τα Μαντεμοχώρια και όλα τα χωριά που βρίσκονται στη βορινή πλαγιά του Χολομώντα. Οι παραπάνω ήταν ανοργάνωτοι και κακώς εξοπλισμένοι, με ξύλα οι περισσότεροι στα χέρια.
Έτος 1963, ο αείμνηστος Περικλής Βεργίνης «πρωτοσυρτής» στον
Καγκελευτό στο Μαύρο Αλώνι
[φωτογραφία του Ι. Μαρίνου]
Ο Μπαϊράμ Πασάς προσχώρησε μέσω Σταυρού και Ολυμπιάδας προς το Στρατώνι και Ιερισσό.
Είχε προηγηθεί η κήρυξη του ιερού πολέμου από τον Σουλτάνο και Χαλίφη Μαχμούτ με το αυτοκρατορικό φιρμάνι του, της 3ης Μαΐου 1821 που αναφέρει:
«Το παράγγελμα του Ιερού Σερή επιβάλλουν όπως, αυτοί μεν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα και αι γυναίκες εξανδραποδίζονται, τα υπάρχοντα των διανέμονται μεταξύ των πιστών νικητών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις το πυρ και την τέφραν ούτως ώστε αλέκτορος φωνή να μη ακουσθεί πλέον εν αυτοίς».
Τα σχετικά έγγραφα που βρέθηκαν στα μουσουλμανικά ιεροδικεία της Θεσσαλονίκης και Βεροίας και δημοσιεύθηκαν από τον Μακεδόνα εκ Βλάστης ερευνητή-ιστορικό κ. Ιωάννη Βασδραβέλη, είναι συνταρακτικά, γιατί περιγράφουν και ομολογούν επίσημα από τουρκικής πλευράς, τα αιματηρά γεγονότα και την γενοκτονία βήμα προς βήμα.
Όπως μας πληροφορεί ο κ. Βασδραβέλης στο βιβλίο του με τίτλο, «οι Μακεδόνες εις τους υπερ της ανεξαρτησίας αγώνες», η σύλληψη και η σφαγή των Ιερισσιωτών έγινε από τον μουτεσελίμη Θεσσαλονίκης, τον Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος αφού κατέπνιξε με σφαγές κάθε επαναστατική απόπειρα στη Θεσσαλονίκη και με την έκδοση του φιρμανίου με το οποίο διατάσσονταν η εξόντωση των επαναστατών της Χαλκιδικής, εξεστράτευσε μέσω της κοιλάδας του Λαγκαδά και κατέφθασε στην Ιερισσό, σκορπίζοντας στο διάβα του τον όλεθρο και τον θάνατο.
Εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στο ύψωμα «ΑΛΩΝΙ» όπου υπήρχε το μετόχι της Ιεράς Μονής Ζωγράφου, απ’ όπου επιτηρούσε ολόκληρη την περιοχή και τους επαναστάτες του Εμμανουήλ Παπά, που βρισκόταν στο Άγιον ΄Ορος.
Κατά άλλη εκδοχή, στα δραματικά γεγονότα της Ιερισσού, πρωτοστάτησε από τουρκικής πλευράς ο Μπαϊράμ Πασάς, ο οποίος προχώρησε μέσω Σταυρού-Ολυμπιάδας προς Στρατώνι και την Ιερισσό και πέρασε όλους τους άνδρες της Ιερισσού «εν στόματι ρομφαίας» και εξανδραπόδισε τα γυναικόπαιδα.
΄Ηταν άνοιξη πριν 189 χρόνια, και τ’ αηδόνια μεθυσμένα στις φραγές, με το διαφορετικό από τις άλλες φορές κελάΐδισμα τους, συμμετείχαν σε ένα δράμα καταστροφής και αίματος.
Είχε τελειώσει η επανάσταση σε μια Χαλκιδική πνιγμένη στο αίμα, καμένη γη, χαροκαμένη μάνα.
Τα γυναικόπαιδα της Ιερισσού, δέχτηκαν τη μοίρα τους στο ΄Αγιο ΄Ορος, όπου είχαν καταφύγει. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους οι επαναστάτες και να επιστρέψουν ανενόχλητοι στα σπίτια τους.
Μα εκεί τους περίμεναν οι μπαμπέσηδες οι Τούρκοι.
Πήραν τα όπλα των παλικαριών, των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και ύστερα παρασπόνδησαν.
Διέταξαν να περάσει ο Λαός κάτω από τον ταπεινωτικό ζυγό, που σχημάτιζαν δυο τούρκικα γιαταγάνια.
΄Επρεπε να σκύψουν το κεφάλι, να αποδεχτούν το όνειδος. ΄Ηταν οι ηττημένοι και είχαν παραδώσει τα όπλα τους, βρισκόταν στο έλεος των νικητών.
Τότε ακριβώς ξέσπασε, σαν μια αναλαμπή των Ουρανών, η άγια εκείνη τρέλα, που εναποθέτει στους καιρούς σφραγίδα δωρεάς στο κούτελο των Ελλήνων.
Το παλικάρι που «με τον ήλιο παράβγαινε» καθώς λέει το τραγούδι, πέταξε πέρα τα σπαθιά. Οι άοπλοι, οι κυκλωμένοι, οι αδύναμοι δεν έσκυβαν το κεφάλι. Δεν ταπεινώνονταν και γνώριζαν ότι αυτό σημαίνει θάνατο.
Έπεσε ο εχθρός πάνω στο σωρό και έσφαζε αράδα, κοκκίνισε η χλόη, βάφηκαν παπαρούνες τα πρώτα άσπιλα κρίνα του αλωνιού.
Τετρακόσιοι Ιερισσιώτες σφάχτηκαν σαν τα αρνιά της Λαμπρής.
Μα δεν προσκύνησαν. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός.
Χρόνια και χρόνια η Ιερισσός θυμότανε και θυμάται το γεγονός, μεταλαμπαδεύει από πατέρα σε γιο την μνήμη, διδάσκει το τραγούδι της σφαγής, ακολουθεί τα βήματα του «Καγκελευτού» χορού.
Γιατί ο Λαός, σαν δεν μπορεί να μιλήσει, σαν δε γνωρίζει να γράφει, τότε πιάνει το χορό, Ιερό χορό, κουβέντα με το Θεό, με τα περασμένα και τά μελλούμενα.
Οι αγώνες των Μακεδόνων του 21 με τη μεγάλη και αιματηρή συνεισφορά της Χαλκιδικής και του Αγίου ΄Ορους, είναι συνεισφορά αίματος και δακρύων, αλλά συνεισφορά αποφασιστική και προπαντός αποδεικτική της εθνικής μας ενότητας. Γιατί οι Μακεδόνες εξεγέρθηκαν, πολέμησαν και θυσιάστηκαν, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι, συγκρατώντας με τα στήθη τους τις στρατιές των Οθωμανών, στον φλεγόμενο Ελληνικό Βορρά, άφηναν ανάσα στα μαχόμενα αδέλφια του Ελληνικού Νότου, να πυργώσουν την Ελευθερία του γένους πάνω στα κόκαλα τα ιερά.
Πολλοί είναι εκείνοι, που σήμερα με την άνεση της ελεύθερης γνώμης προσπαθούν να ξεχωρίσουν τις τάξεις των ανθρώπων, τα κίνητρα και τα συμφέροντα που κρυβόταν πίσω από την αγωνιστική διάθεση των τότε αγωνιστών.
Σεβόμαστε την ενέργειά τους, αλλά εκείνο που μετράει για τον Ελληνισμό είναι το αποτέλεσμα.
Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες επί 400 ολόκληρα χρόνια, απέδειξαν ταυτόχρονα ότι το ΄Εθνος οφείλει ν’ αγωνίζεται με τις δικές του και μόνο δυνάμεις, καθ’ ότι αυτό έχει αποδειχθεί περίτρανα σε όλους τους ανά τους αιώνες αγώνες του.
Παράλληλα όμως οι πρόμαχοι εκείνοι της Ελευθερίας, προσέβλεπαν σε μια Ελλάδα νέα και ένδοξη λαμπρότερης εκείνης που παρέδιδαν.
Το μεγάλο ερώτημα και ο προβληματισμός, που κυριαρχεί σήμερα είναι, ποια Ελλάδα θα παραδώσουμε εμείς στους απογόνους μας!
Από το Κύτταρο Ιερισσού
Μπράβο παιδιά για τα γραφόμενα σας.Σας χαρίζω και το στοιχω. Δεν ΣΒΉΝΕΙ Η ΙΕΡΙΣΣΟΣ ακούτε το ΡΟΥΦΙΑΝΗ είναι ΑΕΤΟΦΩΛΙΆ ΠΟΥ ΖΟΎΝΕ ΚΑΠΕΤΑΝΟΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφή