Από επετειακό άρθρο του Χρήστου Καραστέργιου
στο περιοδικό "Κύτταρο Ιερισσού" για τα 190 χρόνια
από την επανάσταση του 1821.
τεύχος 5/2011, σ. 18-19.
Φέτος συμπληρώνονται 190 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Με αφορμή την επέτειο αυτή πολλά έντυπα, ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και τηλεοπτικές εκπομπές ασχολούνται με τα γεγονότα και τον χαρακτήρα του επαναστατικού-απελευθερωτικού κινήματος του ’21. Νέες θεωρήσεις, αμφισβητήσεις της παραδοσιακής ιστοριογραφίας και προβληματισμοί ως προς την αναγκαιότητα της δημοσιοποίησης -και ως ποιο βαθμό- των νέων ιστορικών δεδομένων συνθέτουν τη σημερινή σύγχρονη οπτική ματιά της ιστορικής “πραγματικότητας” για τις ανάγκες, τους λόγους και τους ουσιαστικούς συντελεστές της εθνικής παλιγγενεσίας.
Σε ό,τι όμως αφορά στην πατρώα γη, μια σειρά εγγράφων και φακέλων αγωνιστών της Χαλκιδικής, που βρέθηκαν από ευτυχή συγκυρία τα δύο τελευταία, κυρίως, χρόνια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ήλθαν να φωτίσουν τη συμμετοχή των Χαλκιδικιωτών -και εν προκειμένω των Ιερισσιωτών- στις επαναστατικές διαδικασίες και στη συμβολή τους στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Μοιράζομαι λοιπόν με τους αναγνώστες του «ΚΥΤΤΑΡΟΥ» τη χαρά της πρώτης δημοσίευσης ενός εγγράφου, απ’ αυτά που αφορούν στους αγωνιστές της Ιερισσού, και συγκεκριμένα ένα από το φάκελο του Αστερίου Πέτρου. Αποκαλύπτει, όχι μόνο τη δική του συμμετοχή στα δρώμενα της εποχής εκείνης, αλλά και πολλών άλλων κατοίκων της ηρωικής κωμόπολης. Μας κάνει να νοιώσουμε υπερήφανοι, αλλά και μας λυπεί το γεγονός ότι κανένας από τους θεσμικούς παράγοντες του τόπου, εκλεγμένους και μη, δεν προσπάθησε να προβάλλει τούτες τις δύσκολες μέρες ένα λαμπρό παρελθόν μιας πατρίδας, που την αντιμετωπίζουν μόνο για να παίρνουν, χωρίς ουσιαστικά να της προσφέρουν τίποτε (ιστορία μεταλλευτικών δραστηριοτήτων κ.ά.).
Να λοιπόν πως ο Ιερισσιώτης αγωνιστής Αστέριος Πέτρου εξιστορεί, με σχετικό έγγραφο, την προσωπική του διαδρομή, μέσα στα ιστορικά γεγονότα:
«Χρονολογώ τις στρατιωτικές μου εκδουλεύσεις ως ακολούθως:
1821. Σ’ αυτό το έτος η πατρίδα μου έλαβε τα όπλα, όπου και εγώ έτρεξα το στρατιωτικό πεδίο επικεφαλής πολλών στρατιωτών, με στρατηγό τον αείμνηστο Εμμανουήλ Παπά.
1822. Στο Τρίκερι κατά τον Αληπασάν, και το ίδιο έτος στο νησί της Σκιάθου κατά του Τοπάλπασιαν, υπό τις διαταγές του αειδήμου Καρατάσσου ως μπουλουκτσής.
1823}
1824} Μετέβηκα στα Ψαρά, με τριάντα περίπου στρατιώτες, συγγενείς και συμπατριώτες μου, όπου οκτώ σκοτώθηκαν και έντεκα αιχμαλωτίστηκαν.
Έμεινα με το ένα τρίτο των στρατιωτών μου, και αφού εσύναξα και άλλους στρατιώτες, μετέβηκα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου που φύλαγε τότε εκεί.
1825. Στο Νεόκαστρο ή Σκινόλακα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου, όπου έπεσαν εκεί τρεις από τους συγγενείς μου πολεμώντας κατά τον Ιμπραήμ Πασά και το ίδιο έτος πάλι γύρισα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου.
1826. Στην Αταλάντη με αρχηγό τον Καρατάσσο και στρατηγό τον κ. Ιωάννη Κωλέτη κατά του Μουστάμπεϊ.
1827.Στο Τρίκερι κατά του Νούρκα μπεϊ με αρχηγό τον Γάτσο και Καρατάσσο.
1828. Ήρθα στα Μέγαρα με τον Καρατάσσο για τον σχηματισμό των χιλιαρχιών, αλλά εξαιτίας των βασάνων μου τότε ασθένησα και πήγα στη Σκόπελο για ανάρρωση. Γι’ αυτό έμεινα αβαθμολόγητος.
Την 15 Απριλίου 1846 Ο Ευπειθέστατος
Σκάλα Αταλάντης. Αστέριος Πέτρου }»
Λίγο παρακάτω διαβάζουμε πιστοποιητικό, που βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο:
« Πιστοποιούμε οι υποφαινόμενοι ότι ο Κύριος Αστέριος Πέτρου από την Ιερισσό της Μακεδονίας σύμφωνα με την ανά χείρας του στρατιωτική έκθεση, άμα εξερράγη κατά το 1821 έτος ο υπέρ της ανεξαρτησίας ιερός αγώνας, έδραξε τα όπλα και έδρασε με γενναιοφροσύνη κατά των τυράννων της πατρίδας του παρευρεθείς.........».
Σε άλλο σχετικό έγγραφο οι συναγωνιστές του Αναστάσιος Χιμευτός και Θανάσης Σαραφιανός από τη Βάλτα1, Μιχάλης Βασιλείου και ο Αθανάσιος Βλαχομιχάλης2, επίσης συντοπίτης μας, πιστοποιούν ότι ο Αστέριος Πέτρου διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ιερισσό, που την αποτελούσαν οικίες, αγροί και αμπελώνες, καθώς και χρηματική περιουσία «ουκ ολίγων». Τα έχασε όμως όλα, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, μετά την αποτυχία της επανάστασης της Χαλκιδικής, στην οποία όπως καταμαρτυρείται συμμετείχε ενεργά.
Προκύπτει, λοιπόν, από τις εκθέσεις αυτές, ότι επρόκειτο για ένα εύπορο κάτοικο της Ιερισσού, που μετά τη συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα της Χαλκιδικής και την αναγκαστική προσφυγιά του, συνέχισε τον αγώνα στη νότια και νησιωτική Ελλάδα, ως Μπουλουκτσής-Οπλαρχηγός. Εκτός από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, όπως αυτά προέκυπταν από την ειδικότητα και τον βαθμό του, είχε επιφορτισθεί-όπως όλοι οι μπουλουκτσήδες- και με την ευθύνη της σίτισης των στρατιωτών του, αλλά και των οικογενειών τους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τη χρηματική του περιουσία.
Κατά τη διαμονή του στη Σκόπελο διατηρούσε συνεταιρικά, κι ένα κοπάδι ζώα3, τα οποία πούλησε πριν την μετεγκατάστασή του, με άλλους Χαλκιδικιώτες στη Σκάλα Αταλάντης. Από τον παραλιακό αυτό οικισμό αναγκάστηκαν -λόγω ενός μεγάλου σεισμού- όλοι οι Μακεδόνες αγωνιστές να μετοικήσουν στην Αταλάντη. Με τη συνδρομή της επιτροπής για την αποκατάστασή τους, -στην οποία συμμετείχε και ο Γ. Χρυσίδης (1801-1873), της γνωστής Πολυγυρινής οικογένειας Παπαγιαννάκη-Αικατερινάρη- ιδρύθηκε ο οικισμός των «Μακεδόνων εποικιστών» της Νέας Πέλλης4.
στο περιοδικό "Κύτταρο Ιερισσού" για τα 190 χρόνια
από την επανάσταση του 1821.
τεύχος 5/2011, σ. 18-19.
Φέτος συμπληρώνονται 190 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Με αφορμή την επέτειο αυτή πολλά έντυπα, ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και τηλεοπτικές εκπομπές ασχολούνται με τα γεγονότα και τον χαρακτήρα του επαναστατικού-απελευθερωτικού κινήματος του ’21. Νέες θεωρήσεις, αμφισβητήσεις της παραδοσιακής ιστοριογραφίας και προβληματισμοί ως προς την αναγκαιότητα της δημοσιοποίησης -και ως ποιο βαθμό- των νέων ιστορικών δεδομένων συνθέτουν τη σημερινή σύγχρονη οπτική ματιά της ιστορικής “πραγματικότητας” για τις ανάγκες, τους λόγους και τους ουσιαστικούς συντελεστές της εθνικής παλιγγενεσίας.
Σε ό,τι όμως αφορά στην πατρώα γη, μια σειρά εγγράφων και φακέλων αγωνιστών της Χαλκιδικής, που βρέθηκαν από ευτυχή συγκυρία τα δύο τελευταία, κυρίως, χρόνια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ήλθαν να φωτίσουν τη συμμετοχή των Χαλκιδικιωτών -και εν προκειμένω των Ιερισσιωτών- στις επαναστατικές διαδικασίες και στη συμβολή τους στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Μοιράζομαι λοιπόν με τους αναγνώστες του «ΚΥΤΤΑΡΟΥ» τη χαρά της πρώτης δημοσίευσης ενός εγγράφου, απ’ αυτά που αφορούν στους αγωνιστές της Ιερισσού, και συγκεκριμένα ένα από το φάκελο του Αστερίου Πέτρου. Αποκαλύπτει, όχι μόνο τη δική του συμμετοχή στα δρώμενα της εποχής εκείνης, αλλά και πολλών άλλων κατοίκων της ηρωικής κωμόπολης. Μας κάνει να νοιώσουμε υπερήφανοι, αλλά και μας λυπεί το γεγονός ότι κανένας από τους θεσμικούς παράγοντες του τόπου, εκλεγμένους και μη, δεν προσπάθησε να προβάλλει τούτες τις δύσκολες μέρες ένα λαμπρό παρελθόν μιας πατρίδας, που την αντιμετωπίζουν μόνο για να παίρνουν, χωρίς ουσιαστικά να της προσφέρουν τίποτε (ιστορία μεταλλευτικών δραστηριοτήτων κ.ά.).
Να λοιπόν πως ο Ιερισσιώτης αγωνιστής Αστέριος Πέτρου εξιστορεί, με σχετικό έγγραφο, την προσωπική του διαδρομή, μέσα στα ιστορικά γεγονότα:
«Χρονολογώ τις στρατιωτικές μου εκδουλεύσεις ως ακολούθως:
1821. Σ’ αυτό το έτος η πατρίδα μου έλαβε τα όπλα, όπου και εγώ έτρεξα το στρατιωτικό πεδίο επικεφαλής πολλών στρατιωτών, με στρατηγό τον αείμνηστο Εμμανουήλ Παπά.
1822. Στο Τρίκερι κατά τον Αληπασάν, και το ίδιο έτος στο νησί της Σκιάθου κατά του Τοπάλπασιαν, υπό τις διαταγές του αειδήμου Καρατάσσου ως μπουλουκτσής.
1823}
1824} Μετέβηκα στα Ψαρά, με τριάντα περίπου στρατιώτες, συγγενείς και συμπατριώτες μου, όπου οκτώ σκοτώθηκαν και έντεκα αιχμαλωτίστηκαν.
Έμεινα με το ένα τρίτο των στρατιωτών μου, και αφού εσύναξα και άλλους στρατιώτες, μετέβηκα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου που φύλαγε τότε εκεί.
1825. Στο Νεόκαστρο ή Σκινόλακα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου, όπου έπεσαν εκεί τρεις από τους συγγενείς μου πολεμώντας κατά τον Ιμπραήμ Πασά και το ίδιο έτος πάλι γύρισα στην Ύδρα υπό τις διαταγές του Καρατάσσου.
1826. Στην Αταλάντη με αρχηγό τον Καρατάσσο και στρατηγό τον κ. Ιωάννη Κωλέτη κατά του Μουστάμπεϊ.
1827.Στο Τρίκερι κατά του Νούρκα μπεϊ με αρχηγό τον Γάτσο και Καρατάσσο.
1828. Ήρθα στα Μέγαρα με τον Καρατάσσο για τον σχηματισμό των χιλιαρχιών, αλλά εξαιτίας των βασάνων μου τότε ασθένησα και πήγα στη Σκόπελο για ανάρρωση. Γι’ αυτό έμεινα αβαθμολόγητος.
Την 15 Απριλίου 1846 Ο Ευπειθέστατος
Σκάλα Αταλάντης. Αστέριος Πέτρου }»
Λίγο παρακάτω διαβάζουμε πιστοποιητικό, που βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο:
« Πιστοποιούμε οι υποφαινόμενοι ότι ο Κύριος Αστέριος Πέτρου από την Ιερισσό της Μακεδονίας σύμφωνα με την ανά χείρας του στρατιωτική έκθεση, άμα εξερράγη κατά το 1821 έτος ο υπέρ της ανεξαρτησίας ιερός αγώνας, έδραξε τα όπλα και έδρασε με γενναιοφροσύνη κατά των τυράννων της πατρίδας του παρευρεθείς.........».
Σε άλλο σχετικό έγγραφο οι συναγωνιστές του Αναστάσιος Χιμευτός και Θανάσης Σαραφιανός από τη Βάλτα1, Μιχάλης Βασιλείου και ο Αθανάσιος Βλαχομιχάλης2, επίσης συντοπίτης μας, πιστοποιούν ότι ο Αστέριος Πέτρου διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ιερισσό, που την αποτελούσαν οικίες, αγροί και αμπελώνες, καθώς και χρηματική περιουσία «ουκ ολίγων». Τα έχασε όμως όλα, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, μετά την αποτυχία της επανάστασης της Χαλκιδικής, στην οποία όπως καταμαρτυρείται συμμετείχε ενεργά.
Προκύπτει, λοιπόν, από τις εκθέσεις αυτές, ότι επρόκειτο για ένα εύπορο κάτοικο της Ιερισσού, που μετά τη συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα της Χαλκιδικής και την αναγκαστική προσφυγιά του, συνέχισε τον αγώνα στη νότια και νησιωτική Ελλάδα, ως Μπουλουκτσής-Οπλαρχηγός. Εκτός από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, όπως αυτά προέκυπταν από την ειδικότητα και τον βαθμό του, είχε επιφορτισθεί-όπως όλοι οι μπουλουκτσήδες- και με την ευθύνη της σίτισης των στρατιωτών του, αλλά και των οικογενειών τους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τη χρηματική του περιουσία.
Κατά τη διαμονή του στη Σκόπελο διατηρούσε συνεταιρικά, κι ένα κοπάδι ζώα3, τα οποία πούλησε πριν την μετεγκατάστασή του, με άλλους Χαλκιδικιώτες στη Σκάλα Αταλάντης. Από τον παραλιακό αυτό οικισμό αναγκάστηκαν -λόγω ενός μεγάλου σεισμού- όλοι οι Μακεδόνες αγωνιστές να μετοικήσουν στην Αταλάντη. Με τη συνδρομή της επιτροπής για την αποκατάστασή τους, -στην οποία συμμετείχε και ο Γ. Χρυσίδης (1801-1873), της γνωστής Πολυγυρινής οικογένειας Παπαγιαννάκη-Αικατερινάρη- ιδρύθηκε ο οικισμός των «Μακεδόνων εποικιστών» της Νέας Πέλλης4.
Από τη μελέτη επίσης του φακέλου του Πέτρου, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον τη στοιχειώδη γραφή-«κολλυβογράμματα», σπάνιο φαινόμενο στους αγωνιστές εκείνης της εποχής. Την υπόθεση, ωστόσο, μιας σχετικής μόρφωσής του ενισχύει και το γεγονός της εκλογής του, από τους Μακεδόνες της Νέας Πέλλης Αταλάντης, ως πρώτου παρέδρου της νέας του πατρίδας. Ακόμη προκύπτει ότι έχαιρε της εκτίμησης των συναγωνιστών του και ότι η μη ανάδειξή του σε υψηλότερο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία -κατετάγη στη δεύτερη τάξη των υπαξιωματικών- οφειλόταν στην ασθένειά του, κατά την εποχή των κρίσεων.
Ο Αστέριος Πέτρου, λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς Χαλκιδικιώτες αγωνιστές, που πρόσφεραν στο αγώνα, τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, όσο και στο νέο ελληνικό κράτος, όταν αυτό ιδρύθηκε. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των Χαλκιδικιωτών και εν προκειμένω των Ιερισσιωτών, που συνέχισαν αγώνες και ζωή στη νότια Ελλάδα. Πρόσφερε ψυχή και καρδιά, χωρίς καμία υστεροβουλία, χωρίς καν να σκεφθεί τις συνέπειες που θα επέσυρε για τους δικούς του, η δική του συμμετοχή στον αγώνα (αντίποινα για τους δικούς του, προσωπικές ταλαιπωρίες)…
Πολλοί, εξάλλου, Ιερισσιώτες αγωνιστές του’21 είχαν ανάλογη ή και διαφορετική μοίρα. Άλλοι παρέμειναν στη Σκόπελο και στη Σκιάθο, όπως ο Μανώλης Γεωργίου5, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αταλάντη, όπως η οικογένεια των Βλαχομιχαλαίων και άλλοι σκορπίσθηκαν στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, όπως ο Χριστόδουλος Γεωργίου στη Χαλκίδα και άλλοι αλλού.
Ενδιαφέρουσα διαδρομή αποτελεί και αυτή του Ιερισσιώτη αγωνιστή Γεωργίου Δημητρίου. Μετά την καταστολή του επαναστατικού κινήματος της Χαλκιδικής και την κάμψη της αντίστασης των πολιορκημένων της Κασσάνδρας, συνέχισε την αγωνιστική του δράση και επέστρεψε πάλι στη Μακεδονία. Τούτη τη φορά, τον Φεβρουάριο του 1822, πήρε μέρος στη μάχη της Νάουσας. Λίγο αργότερα βρέθηκε στο Κομπότι της Ηπείρου, όπου συμμετείχε στη γνωστή ομώνυμη μάχη. Αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, το 1826, ήταν ανάμεσα στους Χαλκιδικιώτες, που μαζί με τους άλλους ηρωικούς πολιορκημένους υπερασπίστηκε την ιστορική πόλη του Μεσολογγίου.
Δεν ήταν βέβαια λίγοι εκείνοι, που μετά την έκδοση από την Υψηλή Πύλη του φιρμανιού της αμνήστευσης, γύρισαν πάλι πίσω στη Χαλκιδική. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο οπλαρχηγός Στεργιανός Μαρίνος6- Γοματιανός στη καταγωγή-, που το 1828 έγινε αρχισερδάρης στην πύλη εισόδου στο Άγιο Όρος. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιερισσό και μπορεί να θεωρηθεί ως ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Μαρινάδων.
Κτητορική επιγραφή του ναού των Αγίων Αναργύρων στη Κλήμα της Σκοπέλου. Ο ναός κατασκευάστηκε από τον αγωνιστή Στεριανό Μαρίνο και γράφει: «ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΕΡΙΑΝΟΣ ΕΚ ΧΟΡΑΣ ΓΟΜΑΤΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΤΙΤΟΡΑΣ ΕΤΟΣ 1828 ΕΝ ΜΗΝΙ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ».
Υπήρξε, ωστόσο, κι ένας μεγάλος αριθμός Ιερισσιωτών αγωνιστών, που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Χαλκιδικής και της νότιας Ελλάδας, όπως ήταν αυτοί στα Ψαρά και στον Σχινόλακα, στους οποίους αναφέρεται ο Αστέριος Πέτρου.
Οι ιστορικές, όμως, μνήμες ξεθώριασαν στην Ιερισσό. Τις σώζει, θα έλεγα, η λαϊκή παράδοση, το έθιμο «στου μαύρου νιου τ’αλών’», που είναι το μεγαλύτερο και γνωστότερο πανηγύρι του τόπου μας. Όλη η τελετουργική διαδικασία του επικεντρώνεται στην ανάκληση της μνήμης για τους νεκρούς της επανάστασης του 1821. Δεν είναι τυχαίο ότι ως ημερομηνία του γιορτασμού καθορίστηκε η τρίτη ημέρα του Πάσχα, γιατί την ημέρα εκείνη επιβιώνει σε πολλούς λαούς της Βαλκανικής, αλλά και του σημερινού Ελληνικού χώρου, ο εορτασμός της Ανάστασης στα νεκροταφεία με τη τέλεση τρισάγιου καθώς και άλλα παραπλήσια Αναστάσιμα έθιμα. Είναι δηλαδή ένα θεατρικό δρώμενο, που διέσωσε η λαϊκή παράδοση και αναπαριστά μουσικοχορευτικά την έναρξη, την πορεία και την κατάληξη της επανάστασης στη Χαλκιδική7.
Το πέρασμα των χορευτών κάτω από τα σπαθιά και την αψίδα ζωντανεύει, ως ιστορική συλλογική μνήμη, το συγκλονιστικό γεγονός της παράδοσης των Χαλκιδικιωτών στον Μεχμέτ Εμίν, όταν τον Δεκέμβριο του 1821 πραγματοποιούσαν την αναγκαστική έξοδό τους από το Άγιο Όρος. Την πληροφορία αυτή, όπως και πολλές άλλες, που δεν έτυχαν της απαιτούμενης δημοσιότητας (λ.χ. η υπόδειξη στους Τούρκους του περάσματος, με τα αβαθή νερά, στον Ισθμό της Ποτείδαιας, από τον Παπαχρήστο, παπά του χωριού Ζουμπάτες), μας τις έδωσε ο γέρο Αργυρός, αυτόπτης μάρτυρας του «χαλασμού», με έγγραφο-μαρτυρία του, που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη8. Την ίδια πληροφορία την επιβεβαιώνει και η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού από την Αρναία το 19309.
Όπως και να έχει ο καγκελευτός χορός αποτέλεσε αντικείμενο λαογραφικής έρευνας, αλλά και πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες. Το 1974 ο ζωγράφος Νίκος Γ. Παραλής, χρησιμοποιώντας μια παλαιότερη φωτογραφία από τον Ιερισσιώτικο ιστορικό χορό, φιλοτέχνησε μια εξαιρετική αφίσα για την έκθεση εικαστικών στην Αθήνα.
Ο Αστέριος Πέτρου, λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς Χαλκιδικιώτες αγωνιστές, που πρόσφεραν στο αγώνα, τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, όσο και στο νέο ελληνικό κράτος, όταν αυτό ιδρύθηκε. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των Χαλκιδικιωτών και εν προκειμένω των Ιερισσιωτών, που συνέχισαν αγώνες και ζωή στη νότια Ελλάδα. Πρόσφερε ψυχή και καρδιά, χωρίς καμία υστεροβουλία, χωρίς καν να σκεφθεί τις συνέπειες που θα επέσυρε για τους δικούς του, η δική του συμμετοχή στον αγώνα (αντίποινα για τους δικούς του, προσωπικές ταλαιπωρίες)…
Πολλοί, εξάλλου, Ιερισσιώτες αγωνιστές του’21 είχαν ανάλογη ή και διαφορετική μοίρα. Άλλοι παρέμειναν στη Σκόπελο και στη Σκιάθο, όπως ο Μανώλης Γεωργίου5, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αταλάντη, όπως η οικογένεια των Βλαχομιχαλαίων και άλλοι σκορπίσθηκαν στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, όπως ο Χριστόδουλος Γεωργίου στη Χαλκίδα και άλλοι αλλού.
Ενδιαφέρουσα διαδρομή αποτελεί και αυτή του Ιερισσιώτη αγωνιστή Γεωργίου Δημητρίου. Μετά την καταστολή του επαναστατικού κινήματος της Χαλκιδικής και την κάμψη της αντίστασης των πολιορκημένων της Κασσάνδρας, συνέχισε την αγωνιστική του δράση και επέστρεψε πάλι στη Μακεδονία. Τούτη τη φορά, τον Φεβρουάριο του 1822, πήρε μέρος στη μάχη της Νάουσας. Λίγο αργότερα βρέθηκε στο Κομπότι της Ηπείρου, όπου συμμετείχε στη γνωστή ομώνυμη μάχη. Αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, το 1826, ήταν ανάμεσα στους Χαλκιδικιώτες, που μαζί με τους άλλους ηρωικούς πολιορκημένους υπερασπίστηκε την ιστορική πόλη του Μεσολογγίου.
Δεν ήταν βέβαια λίγοι εκείνοι, που μετά την έκδοση από την Υψηλή Πύλη του φιρμανιού της αμνήστευσης, γύρισαν πάλι πίσω στη Χαλκιδική. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο οπλαρχηγός Στεργιανός Μαρίνος6- Γοματιανός στη καταγωγή-, που το 1828 έγινε αρχισερδάρης στην πύλη εισόδου στο Άγιο Όρος. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιερισσό και μπορεί να θεωρηθεί ως ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Μαρινάδων.
Κτητορική επιγραφή του ναού των Αγίων Αναργύρων στη Κλήμα της Σκοπέλου. Ο ναός κατασκευάστηκε από τον αγωνιστή Στεριανό Μαρίνο και γράφει: «ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΕΡΙΑΝΟΣ ΕΚ ΧΟΡΑΣ ΓΟΜΑΤΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΤΙΤΟΡΑΣ ΕΤΟΣ 1828 ΕΝ ΜΗΝΙ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ».
Υπήρξε, ωστόσο, κι ένας μεγάλος αριθμός Ιερισσιωτών αγωνιστών, που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Χαλκιδικής και της νότιας Ελλάδας, όπως ήταν αυτοί στα Ψαρά και στον Σχινόλακα, στους οποίους αναφέρεται ο Αστέριος Πέτρου.
Οι ιστορικές, όμως, μνήμες ξεθώριασαν στην Ιερισσό. Τις σώζει, θα έλεγα, η λαϊκή παράδοση, το έθιμο «στου μαύρου νιου τ’αλών’», που είναι το μεγαλύτερο και γνωστότερο πανηγύρι του τόπου μας. Όλη η τελετουργική διαδικασία του επικεντρώνεται στην ανάκληση της μνήμης για τους νεκρούς της επανάστασης του 1821. Δεν είναι τυχαίο ότι ως ημερομηνία του γιορτασμού καθορίστηκε η τρίτη ημέρα του Πάσχα, γιατί την ημέρα εκείνη επιβιώνει σε πολλούς λαούς της Βαλκανικής, αλλά και του σημερινού Ελληνικού χώρου, ο εορτασμός της Ανάστασης στα νεκροταφεία με τη τέλεση τρισάγιου καθώς και άλλα παραπλήσια Αναστάσιμα έθιμα. Είναι δηλαδή ένα θεατρικό δρώμενο, που διέσωσε η λαϊκή παράδοση και αναπαριστά μουσικοχορευτικά την έναρξη, την πορεία και την κατάληξη της επανάστασης στη Χαλκιδική7.
Το πέρασμα των χορευτών κάτω από τα σπαθιά και την αψίδα ζωντανεύει, ως ιστορική συλλογική μνήμη, το συγκλονιστικό γεγονός της παράδοσης των Χαλκιδικιωτών στον Μεχμέτ Εμίν, όταν τον Δεκέμβριο του 1821 πραγματοποιούσαν την αναγκαστική έξοδό τους από το Άγιο Όρος. Την πληροφορία αυτή, όπως και πολλές άλλες, που δεν έτυχαν της απαιτούμενης δημοσιότητας (λ.χ. η υπόδειξη στους Τούρκους του περάσματος, με τα αβαθή νερά, στον Ισθμό της Ποτείδαιας, από τον Παπαχρήστο, παπά του χωριού Ζουμπάτες), μας τις έδωσε ο γέρο Αργυρός, αυτόπτης μάρτυρας του «χαλασμού», με έγγραφο-μαρτυρία του, που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη8. Την ίδια πληροφορία την επιβεβαιώνει και η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού από την Αρναία το 19309.
Όπως και να έχει ο καγκελευτός χορός αποτέλεσε αντικείμενο λαογραφικής έρευνας, αλλά και πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες. Το 1974 ο ζωγράφος Νίκος Γ. Παραλής, χρησιμοποιώντας μια παλαιότερη φωτογραφία από τον Ιερισσιώτικο ιστορικό χορό, φιλοτέχνησε μια εξαιρετική αφίσα για την έκθεση εικαστικών στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου