Το τελευταίο Σάββατο από τα τρία καλά Σάββατα, αυτό είχε τη δική του χάρη. Γιόρταζαν τα Αγιά Θεοδώρια. Δεν τα γιόρταζαν μέσα στο χωριό, αλλά στη θάλασσα, στις παραλίες. Όταν ήταν καλή μέρα και η θάλασσα είχε μπουνάτσα, από το πρωί όσοι μπορούσαν, παίρναν δρόμο για τις παραλίες. Οι ψαράδες παίρναν τις οικογένειες και φίλους και πήγαιναν στο Πλατύ, στην Ελιά, να βγάλουν αχινούς, πίνες και άλλα. Μαζί τους είχαν πίτες, κρασί και ξύδι για τους αχινούς.
Οι περισσότεροι πήγαιναν στον αποκείθε τον γιαλό. Μαζευόταν παρέες και παίρναν μαζί τους ψωμί, κρασί, πίτες, ελιές και άλλα νηστίσιμα και ένα καλάμι για να βγάλουν αχινούς και παίρναν δρόμο για τον αποκείθε τον γιαλό. Το επίκεντρο ήταν η Τρυπητή. Εκεί άραζαν τις ψαρόβαρκες, οι ψαράδες της Ιερισσού. Αυτοί καλούσαν και φίλους μαζί με τις οικογένειες να γλεντήσουν μαζί τα Αγιά Θοδώρια.
Η μάνα μου έφκιασε μια κολοκυθόπιτα, ετοίμασε και άλλα νηστίσιμα, ένα πλαστό ψωμί, μια φλάσκα κρασί, τα έβαλε σε ένα δισάκι και το πρωί το Σάββατο τα φορτώσαμε στο γαϊδουράκι και πήραμε δρόμο για την Τρυπητή. Στον δρόμο βρήκαμε και άλλες παρέες. Όταν πήγαμε στην Τρυπητή, μερικές βάρκες ήταν αραγμένες και βγάζαν έξω στην παραλία τα γιαλ’κά…αχινούς, πίνες φούσκες και χταπόδια και σουπιές.Εκεί είδα ότι όλοι αυτοί οι ψαράδες ήταν μαυρισμένοι το πρόσωπο τους. Σε λίγο ήρθε η βάρκα του πατέρα μας και όλοι οι άλλοι ψαράδες, όλοι μαυρισμένοι από τον καπνό.
Ο ήλιος ανέβαινε πάνω από τις βουνοκορφές του Αγίου Όρους, ούτε ένα σύννεφο δεν υπήρχε στον ουρανό. Η θάλασσα ήταν ήρεμη λες και ο Θεός έκαμε τη μέρα αυτή τόσο ωραία για να την χαρούν αυτοί οι άνθρωποι που την περίμεναν τόσο καιρό. Να χαρούν τα Αγιά Θοδώρια στη θάλασσα.
Πέρα από την Τρυπητή, όλη η παραλία, όλες οι πέτρες μέχρι το Καμπούδι ήταν γεμάτη από Ιερισσιώτες. Άνδρες και γυναίκες με ανεβασμένα τα παντελόνια και τα φουστάνια πάνω από το γόνατο ψάχναν μέσα στις πέτρες στη θάλασσα να μαζέψουν γιαλ’κά… αχινούς, πεταλίδες και κολιφάδες (ανεμώνες), ίσως και κανά χταπόδι.
Μετά από ώρες βγαίναν από τη θάλασσα και στρώναν τραπέζι σε κάποια πρασινάδα, άπλωναν την τάβλα και βγάζαν αυτά που φέραν από το σπίτι, ψωμί, κρασί, πίτες και τους αχινούς και το ρίχναν στο φαγοπότι με γέλια και χαρούμενοι που τους έκαμε καλή μέρα να βγουν στη θάλασσα να γιορτάσουν τα Αγιά Θοδώρια απλά και νηστίσιμα.
Όταν ο ήλιος έγερνε προς τη δύση παίρναν το δρόμο της επιστροφής με τραγούδια και πειράγματα. Στο δρόμο οι γυναίκες μάζευαν από τα χωράφια άγρια χόρτα. Δεν τους ένοιαζε που πήγαν τόσο μακριά.
Στην Τρυπητή εκεί γινόταν σωστό πανηγύρι. Τρώγαν αχινούς, πίνες, φούσκες, άδειαζαν φλάσκες με κρασί. Ήταν και ένας με βιολί και έπαιζε και όλοι το ρίχναν στο χορό. Ένας, -ο μπάρμπα Γιάννης- μέθυσε και άρχισε να χορεύει ξυπόλητος πάνω στους αχινούς, χόρευε ώσπου οι αχινοί γίναν θρύψαλα κάτω από τα πόδια του. Όταν σταμάτησε να χορεύει άρχισαν να του πονούν τα πόδια, τα αγκάθια μπήκαν μέσα στα δάχτυλα του ποδιού. Στη φτέρνα και στη πατούνα δε πέρασαν. Τότε οι γυναίκες βράσαν λάδι τύλιξαν ένα πανί σε ένα ξύλο το βουτούσαν μέσα στο λάδι και του άλειβαν τα πόδια για να μην πάνε πιο βαθιά τα αγκάθια από τους αχινούς.
Ο ήλιος άρχισε να παίρνει προς τη δύση. Οι ψαράδες άρχισαν να βγάζουν τις βάρκες τους στη στεριά και οι γυναίκες μάζευαν τα πράγματα τους. Καιρός να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Ένας ένας άφηνε την Τρυπητή. Σε λίγο άδειασε η παραλία και μείναν μόνο οι ψαρόβαρκες. Όλοι εύχονταν «Του χρόνου να είμαστε γεροί» και έτσι τελείωσε και το τρίτο Καλό Σάββατο. Όλοι χαρούμενοι και ευχαριστημένοι.
Από το άρθρο του Αλκιβιάδη Κούμαρου "Τα Αγιά Θοδώρια" στο 11o τεύχος του Κυττάρου, ,σελ. 4-5.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου