Η προϊστορική ανάγλυφη στήλη της Ακάνθου
Η Αρχαία ελληνική γραμματεία διασώζει μία μόνον αναφορά στους προαποικιακούς κατοίκους της Ακάνθου, και προέρχεται από το έργο του γνωστού ιστορικού και φιλοσόφου της ρωμαϊκής περιόδου Πλούταρχου “ΑΙΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ”, στη μοναδική αφήγηση του για τον αποικισμό της Ακάνθου (μία πηγή με αρκετά μεγάλη χρονολογική απόσταση από τα γεγονότα που διαπραγματεύεται). Πριν όμως δούμε την αφήγηση του Πλούταρχου αξίζει να αναφέρουμε μία σημαντική πληροφορία που ενισχύει την αξιοπιστία των πληροφοριών που παίρνουμε από τον ιστορικό του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα. Η σύγχρονη φιλολογική έρευνα δέχεται σήμερα πως βασική πηγή του έργου “Αίτια Ελληνικά” είναι μια από τις χαμένες πραγματείες του Αριστοτέλη, με το γενικό τίτλο “ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ”, η οποία περιελάμβανε το πολίτευμα και τα πολιτικά ήθη 158 αρχαίων ελληνικών πόλεων, χωρισμένη σε ισάριθμα βιβλία, που το καθένα ανέλυε το πολίτευμα μιας πόλεως, φέροντας ως τίτλο το όνομα της πόλης στην οποία αναφέρονταν (το μόνο σωζόμενο σήμερα τμήμα αυτού του πολύτομου έργου περιέχεται σ’έναν πάπυρο που ανακαλύφθηκε το 1879 στην Αίγυπτο και φέρει τον τίτλο “ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” εικ.3). Ευνόητα συμπεραίνουμε ότι ο μεγάλος Σταγειρίτης θα πρέπει να περιέλαβε στην εκτεταμένη πραγματεία του και το πολίτευμα της, γειτονικής στη γενέτειρα του, Ακάνθου, σε ένα βιβλίο που θα έφερε τον τίτλο “ΑΚΑΝΘΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” το οποίο και αξιοποίησε ο Πλούταρχος ως πηγή του για την συγγραφή των “Ελληνικών Αιτίων”. Έτσι η σύνδεση της πηγής με τον Αριστοτέλη την καθιστά αφενός κατά πολύ παλαιότερη και αφετέρου άκρως αξιόπιστη, μιας και λόγω της εντοπιότητάς του ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα πρέπει να είχε άμεση γνώση της ζωντανής παράδοσης των Ακανθίων της κλασικής περιόδου για τον αποικισμό της πόλεως τους.
Η αφήγηση σε νεοελληνική απόδοση έχει ως έξης:
Ποια είναι η ακτή του Αραίνου στη Θράκη;
Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου και της Χαλκίδας έπλευσαν στη Θράκη για να εγκατασταθούν, κατέλαβαν από κοινού την πόλη Σάνη με προδοσία και, όταν πληροφορήθηκαν ότι οι βάρβαροι είχαν εγκαταλείψει την Άκανθο, έστειλαν δύο ανιχνευτές. Αυτοί πλησίασαν στην πόλη και αντιλήφθηκαν ότι οι εχθροί την εγκατέλειπαν. Ο ανιχνευτής που είχαν στείλει οι Χαλκιδείς έτρεξε να καταλάβει την πόλη για λογαριασμό της Χαλκίδας, ενώ ο ανιχνευτής των Ανδρείων, επειδή δεν μπορούσε να διανύσει την απόσταση τόσο γρήγορα, έρριξε το δόρυ του και, καθώς αυτό καρφώθηκε γερά στις πύλες της πόλης, είπε ότι με τη βολή του την είχε καταλάβει πρώτος για λογαριασμό των γιων των Ανδρείων. Συνέπεια τούτου ήταν να ξεσπάσει διαμάχη, αλλά χωρίς να πολεμήσουν συμφώνησαν να βάλουν δικαστές για το όλο ζήτημα τους Ερυθραίους, τους Σαμίους και τους Πάριους. Όταν όμως οι δύο πρώτοι ψήφισαν υπέρ των Ανδρείων, και οι Πάριοι υπέρ των Χαλκιδέων, οι Άνδρειοι ορκίστηκαν στην περιοχή αυτή ποτέ δεν θα έδιναν δική τους γυναίκα στους Πάριους ούτε θα έπαιρναν ποτέ από εκείνους. Για τον λόγο αυτό ονόμασαν την περιοχή ακτή του Αραίνου, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν του Δράκοντος.
Συνθέτοντας τις σπάνιες πληροφορίες που μας παραδίδει ο Πλούταρχος και των πορισμάτων της ανασκαφικής έρευνας στη Χαλκιδική, μπορούμε να εξάγουμε τα έξης βασικά συμπεράσματα: α) Η περιοχή της Ακάνθου, πριν την έλευση των αποίκων, ονομάζονταν Ακτή του Δράκοντα και μετά Ακτή του Άραινος και αργότερα σκέτο Ακτή. Το όνομα Δράκοντας θα μπορούσε να ήταν το όνομα του Θρακικού οικισμού του οποίου φυσική συνέχεια είναι η Άκανθος. β) Ο οικισμός διέθετε οχύρωση, όπως και άλλοι αντίστοιχοι της ίδιας περιόδου, ένδειξη της σπουδαιότητας του για την ευρύτερη περιοχή. γ) Οι κάτοικοι αποκαλούνται βάρβαροι ένας συνηθισμένος χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους αλλοεθνείς. Δεν θα πρέπει όμως να μας επηρεάσει αυτός ο όρος μιας και από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως οι Θράκες της Χαλκιδικής την ύστερη εποχή του σιδήρου διέθεταν υψηλή τεχνολογία και αρκετά καλό βιοτικό επίπεδο.
βιβλιογραφία:
1) Πλούταρχος “Ηθικά, Αίτια Ελληνικά”.
2) Μ. Παππά “Η Χαλκιδική κατά τους προϊστορικούς χρόνους”, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1981.
3) Ε.Τρακασοπούλου-Σαλακίδου “Αρχαία Άκανθος, πτυχές της ιστορίας με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα”, ΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ, ΑΝΔΡΟΣ1998.
Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού "Κύτταρο Ιερισσού"
Κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ
Το σπάνιο εύρημα που θα παρουσιάσω σε αυτό το άρθρο, αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για να μιλήσω για το απώτατο παρελθόν της περιοχής μας και τους πρώτους κατοίκους της. Το εύρημα μας πηγαίνει πίσω στην ιστορική περίοδο της προϊστορίας και προτού οι Έλληνες άποικοι από την Άνδρο ιδρύσουν την Άκανθο.
Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα:
Ποιοι ήταν οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής μας, ποιος ο πολιτισμός τους και ο τρόπος ζωής τους;Για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, θα αξιοποιήσουμε δύο βασικές πηγές: την αρχαία ελληνική γραμματεία και τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στην Ιερισσό άλλα και στην υπόλοιπη Χαλκιδική.
Η σκαπάνη της αρχαιολογικής έρευνας στη Χαλκιδική έφερε στο φως τις πρώτες εγκαταστάσεις και τη δραστηριότητα των παλιότερων κατοίκων της. Οι οικισμοί που έχουν ανακαλυφθεί ως τώρα χρονολογούνται από τη νεολιθική ως και την ύστερη εποχή του σιδήρου. Ειδικά για την εποχή του σιδήρου (1050π.Χ.-670π.Χ.) φαίνεται πως στη Χαλκιδική υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο οικισμών, οι σημαντικότεροι των οποίων ήταν τειχισμένοι. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών ανήκουν στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της “Θράκης” και η κύρια ασχολία τους ήταν η μεταλλουργία (μάλιστα πολλοί σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν πως το τοπωνύμιο Χαλκιδική είναι κατά πολύ αρχαιότερο και συνδέεται με τη δραστηριότητα των προϊστορικών κατοίκων της και όχι με τον αποικισμό της περιοχής από τους Χαλκιδείς). Η κεραμική που έχει ανακαλυφθεί αποδεικνύει την επιρροή και τις στενές εμπορικές σχέσεις της περιοχής με το νοτιοελλαδικό χώρο.
Ένας τέτοιος οχυρωμένος προϊστορικός οικισμός θα πρέπει να υπήρχε και στην Ιερισσό. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα σημαντικό αριθμό κεραμικής της εποχής του σιδήρου σε διάφορες θέσεις, τόσο στον χώρο του νεκροταφείου όσο και της αρχαίας πόλης(εικ.1). Συγκεκριμένα στην κορυφή του λόφου του παλιού χωριού, κάτω από τα θεμέλια του ιερού ναού της Θεοτόκου, ανακαλύφθηκε λιθόκτιστη κατασκευή, τμήμα ενός μάλλον αψιδωτού κτίσματος που χρονολογείται στην ύστερη εποχή του Σιδήρου. Αυτή είναι η πρώτη απόδειξη της θέσης του προϊστορικού οικισμού.
Αναμφισβήτητα το εντυπωσιακότερο και σπανιότερο εύρημα που μας παρέδωσαν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της περιοχής είναι το κεντρικό τμήμα μιας ανθρωπόμορφης μαρμάρινης στήλης τύπου “Menhir” που βρέθηκε στο χώρο του νεκροταφείου (εικ.2). Η προϊστορική στήλη της Ακάνθου, το αρχαιότερο “έργο γλυπτικής” της Χαλκιδικής, εντάσσεται σε μία ειδική κατηγορία ευρημάτων, που προέρχονται από διάφορα σημεία της Μεσογειακής λεκάνης, τα Βαλκάνια και την Ν.Δ. Ρωσία ως το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Συσχετίζονται με την εξάπλωση της Ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας των λαών στη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Ο χαρακτήρας τους και ο προορισμός τους δεν έχει προς το παρόν διευκρινιστεί με ασφάλεια. Συγγενικά ανάγλυφα έχουν ανακαλυφθεί στη Θάσο, στη Λάρισα και στη Θέρμη.
Κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ
Το σπάνιο εύρημα που θα παρουσιάσω σε αυτό το άρθρο, αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για να μιλήσω για το απώτατο παρελθόν της περιοχής μας και τους πρώτους κατοίκους της. Το εύρημα μας πηγαίνει πίσω στην ιστορική περίοδο της προϊστορίας και προτού οι Έλληνες άποικοι από την Άνδρο ιδρύσουν την Άκανθο.
Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα:
Ποιοι ήταν οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής μας, ποιος ο πολιτισμός τους και ο τρόπος ζωής τους;Για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, θα αξιοποιήσουμε δύο βασικές πηγές: την αρχαία ελληνική γραμματεία και τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στην Ιερισσό άλλα και στην υπόλοιπη Χαλκιδική.
Η σκαπάνη της αρχαιολογικής έρευνας στη Χαλκιδική έφερε στο φως τις πρώτες εγκαταστάσεις και τη δραστηριότητα των παλιότερων κατοίκων της. Οι οικισμοί που έχουν ανακαλυφθεί ως τώρα χρονολογούνται από τη νεολιθική ως και την ύστερη εποχή του σιδήρου. Ειδικά για την εποχή του σιδήρου (1050π.Χ.-670π.Χ.) φαίνεται πως στη Χαλκιδική υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο οικισμών, οι σημαντικότεροι των οποίων ήταν τειχισμένοι. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών ανήκουν στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της “Θράκης” και η κύρια ασχολία τους ήταν η μεταλλουργία (μάλιστα πολλοί σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν πως το τοπωνύμιο Χαλκιδική είναι κατά πολύ αρχαιότερο και συνδέεται με τη δραστηριότητα των προϊστορικών κατοίκων της και όχι με τον αποικισμό της περιοχής από τους Χαλκιδείς). Η κεραμική που έχει ανακαλυφθεί αποδεικνύει την επιρροή και τις στενές εμπορικές σχέσεις της περιοχής με το νοτιοελλαδικό χώρο.
Ένας τέτοιος οχυρωμένος προϊστορικός οικισμός θα πρέπει να υπήρχε και στην Ιερισσό. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα σημαντικό αριθμό κεραμικής της εποχής του σιδήρου σε διάφορες θέσεις, τόσο στον χώρο του νεκροταφείου όσο και της αρχαίας πόλης(εικ.1). Συγκεκριμένα στην κορυφή του λόφου του παλιού χωριού, κάτω από τα θεμέλια του ιερού ναού της Θεοτόκου, ανακαλύφθηκε λιθόκτιστη κατασκευή, τμήμα ενός μάλλον αψιδωτού κτίσματος που χρονολογείται στην ύστερη εποχή του Σιδήρου. Αυτή είναι η πρώτη απόδειξη της θέσης του προϊστορικού οικισμού.
Αναμφισβήτητα το εντυπωσιακότερο και σπανιότερο εύρημα που μας παρέδωσαν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της περιοχής είναι το κεντρικό τμήμα μιας ανθρωπόμορφης μαρμάρινης στήλης τύπου “Menhir” που βρέθηκε στο χώρο του νεκροταφείου (εικ.2). Η προϊστορική στήλη της Ακάνθου, το αρχαιότερο “έργο γλυπτικής” της Χαλκιδικής, εντάσσεται σε μία ειδική κατηγορία ευρημάτων, που προέρχονται από διάφορα σημεία της Μεσογειακής λεκάνης, τα Βαλκάνια και την Ν.Δ. Ρωσία ως το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Συσχετίζονται με την εξάπλωση της Ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας των λαών στη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Ο χαρακτήρας τους και ο προορισμός τους δεν έχει προς το παρόν διευκρινιστεί με ασφάλεια. Συγγενικά ανάγλυφα έχουν ανακαλυφθεί στη Θάσο, στη Λάρισα και στη Θέρμη.
Κεραμική της εποχής του σιδήρου από την Ιερισσό
Η Αρχαία ελληνική γραμματεία διασώζει μία μόνον αναφορά στους προαποικιακούς κατοίκους της Ακάνθου, και προέρχεται από το έργο του γνωστού ιστορικού και φιλοσόφου της ρωμαϊκής περιόδου Πλούταρχου “ΑΙΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ”, στη μοναδική αφήγηση του για τον αποικισμό της Ακάνθου (μία πηγή με αρκετά μεγάλη χρονολογική απόσταση από τα γεγονότα που διαπραγματεύεται). Πριν όμως δούμε την αφήγηση του Πλούταρχου αξίζει να αναφέρουμε μία σημαντική πληροφορία που ενισχύει την αξιοπιστία των πληροφοριών που παίρνουμε από τον ιστορικό του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα. Η σύγχρονη φιλολογική έρευνα δέχεται σήμερα πως βασική πηγή του έργου “Αίτια Ελληνικά” είναι μια από τις χαμένες πραγματείες του Αριστοτέλη, με το γενικό τίτλο “ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ”, η οποία περιελάμβανε το πολίτευμα και τα πολιτικά ήθη 158 αρχαίων ελληνικών πόλεων, χωρισμένη σε ισάριθμα βιβλία, που το καθένα ανέλυε το πολίτευμα μιας πόλεως, φέροντας ως τίτλο το όνομα της πόλης στην οποία αναφέρονταν (το μόνο σωζόμενο σήμερα τμήμα αυτού του πολύτομου έργου περιέχεται σ’έναν πάπυρο που ανακαλύφθηκε το 1879 στην Αίγυπτο και φέρει τον τίτλο “ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” εικ.3). Ευνόητα συμπεραίνουμε ότι ο μεγάλος Σταγειρίτης θα πρέπει να περιέλαβε στην εκτεταμένη πραγματεία του και το πολίτευμα της, γειτονικής στη γενέτειρα του, Ακάνθου, σε ένα βιβλίο που θα έφερε τον τίτλο “ΑΚΑΝΘΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” το οποίο και αξιοποίησε ο Πλούταρχος ως πηγή του για την συγγραφή των “Ελληνικών Αιτίων”. Έτσι η σύνδεση της πηγής με τον Αριστοτέλη την καθιστά αφενός κατά πολύ παλαιότερη και αφετέρου άκρως αξιόπιστη, μιας και λόγω της εντοπιότητάς του ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα πρέπει να είχε άμεση γνώση της ζωντανής παράδοσης των Ακανθίων της κλασικής περιόδου για τον αποικισμό της πόλεως τους.
1. Ο πάπυρος 131 που περιέχει το «Αθηναίων Πολιτεία»
Η αφήγηση σε νεοελληνική απόδοση έχει ως έξης:
Ποια είναι η ακτή του Αραίνου στη Θράκη;
Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου και της Χαλκίδας έπλευσαν στη Θράκη για να εγκατασταθούν, κατέλαβαν από κοινού την πόλη Σάνη με προδοσία και, όταν πληροφορήθηκαν ότι οι βάρβαροι είχαν εγκαταλείψει την Άκανθο, έστειλαν δύο ανιχνευτές. Αυτοί πλησίασαν στην πόλη και αντιλήφθηκαν ότι οι εχθροί την εγκατέλειπαν. Ο ανιχνευτής που είχαν στείλει οι Χαλκιδείς έτρεξε να καταλάβει την πόλη για λογαριασμό της Χαλκίδας, ενώ ο ανιχνευτής των Ανδρείων, επειδή δεν μπορούσε να διανύσει την απόσταση τόσο γρήγορα, έρριξε το δόρυ του και, καθώς αυτό καρφώθηκε γερά στις πύλες της πόλης, είπε ότι με τη βολή του την είχε καταλάβει πρώτος για λογαριασμό των γιων των Ανδρείων. Συνέπεια τούτου ήταν να ξεσπάσει διαμάχη, αλλά χωρίς να πολεμήσουν συμφώνησαν να βάλουν δικαστές για το όλο ζήτημα τους Ερυθραίους, τους Σαμίους και τους Πάριους. Όταν όμως οι δύο πρώτοι ψήφισαν υπέρ των Ανδρείων, και οι Πάριοι υπέρ των Χαλκιδέων, οι Άνδρειοι ορκίστηκαν στην περιοχή αυτή ποτέ δεν θα έδιναν δική τους γυναίκα στους Πάριους ούτε θα έπαιρναν ποτέ από εκείνους. Για τον λόγο αυτό ονόμασαν την περιοχή ακτή του Αραίνου, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν του Δράκοντος.
Συνθέτοντας τις σπάνιες πληροφορίες που μας παραδίδει ο Πλούταρχος και των πορισμάτων της ανασκαφικής έρευνας στη Χαλκιδική, μπορούμε να εξάγουμε τα έξης βασικά συμπεράσματα: α) Η περιοχή της Ακάνθου, πριν την έλευση των αποίκων, ονομάζονταν Ακτή του Δράκοντα και μετά Ακτή του Άραινος και αργότερα σκέτο Ακτή. Το όνομα Δράκοντας θα μπορούσε να ήταν το όνομα του Θρακικού οικισμού του οποίου φυσική συνέχεια είναι η Άκανθος. β) Ο οικισμός διέθετε οχύρωση, όπως και άλλοι αντίστοιχοι της ίδιας περιόδου, ένδειξη της σπουδαιότητας του για την ευρύτερη περιοχή. γ) Οι κάτοικοι αποκαλούνται βάρβαροι ένας συνηθισμένος χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους αλλοεθνείς. Δεν θα πρέπει όμως να μας επηρεάσει αυτός ο όρος μιας και από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως οι Θράκες της Χαλκιδικής την ύστερη εποχή του σιδήρου διέθεταν υψηλή τεχνολογία και αρκετά καλό βιοτικό επίπεδο.
βιβλιογραφία:
1) Πλούταρχος “Ηθικά, Αίτια Ελληνικά”.
2) Μ. Παππά “Η Χαλκιδική κατά τους προϊστορικούς χρόνους”, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1981.
3) Ε.Τρακασοπούλου-Σαλακίδου “Αρχαία Άκανθος, πτυχές της ιστορίας με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα”, ΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ, ΑΝΔΡΟΣ1998.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Έχει διαπιστωθεί πλέον ότι δεν έχει γίνει ποτέ αυτή η εξάπλωση της λεγομένης (Ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας των λαών στη Μεσόγειο και την Ευρώπη ) στην περιοχή μας κατοικούσαν Έλληνες Πελασγοί από το 9000πχ Ο άνθρωπος, που την πρωτοδιετύπωσε, την θεωρία αυτή ήταν ένας Βρετανός δικαστής, ο Ουίλιαμ Τζόουνς, ο οποίος υπηρετούσε στις Βρετανικές κτήσεις στην Ινδία στα τέλη του 18ου αιώνος. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε, λόγω της γλωσσικής συνάφειας ορισμένων λέξεων της Σανσκριτικής με τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά ο Τζόουνς δεν ήταν παρά ένας ερασιτέχνης γλωσσολόγοςΗ ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΕΥΜΑΤΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ θεωρία των ινδοευρωπαίων και γενικά των ομογλωσσιών όχι μόνο δε στηρίζεται σε κανένα συγγραφικό, αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό αρχαιολογικό εύρημα, αλλά αγνοείται ακόμη και από την τις μυθολογίες όλων των λαών. Μα, αν υπήρξε ινδοευρωπαϊκή φυλή, άρα και γλώσσα, τότε θα είχε αφήσει γραπτά ή αρχιτεκτονικά μνημεία;
• Κατ’ αρχάς, ο πολιτισμός δεν θα μπορούσε να είχε γεννηθεί πουθενά αλλού παρά σε έναν τόπο ευνοημένο απ’ τις κλιματολογικές συνθήκες. Λαμβάνοντας υπ’ όψΙν και το γεγονός, ότι η τελευταία εποχή παγετώνων τελείωσε χοντρικά γύρω στο 10.000 π.Χ. οι περιοχές βορείως του όρους Αίμος ήσαν καλυμμένες από πάγους, κανενός είδους πολιτισμού δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσει σε αυτές. Κατά συνέπεια, η υποτιθέμενη κοιτίδα των ΙνδοΕυρωπαίων (οι στέπες του Καυκάσου και της Σιβηρίας) ήταν έως την παλαιολιθική εποχή γεμάτη…πάγους.
Μοιραία λοιπόν, ο πολιτισμός εγεννήθη στις εύκρατες περιοχές της Μεσογείου
Η επιγραφή των Γιούρων Αλοννήσου, ένα καταπληκτικό εύρημα από τις Βόρειες Σποράδες έρχεται για να ταράξει την άποψη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητος για την δημιουργία τής γραφής. Πρόκειται για το θραύσμα (όστρακο) ενός αγγείου πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα σύμβολα γραφής. Το εύρημα χρονολογείται γύρω στο 5.000 – 4.500 π.Χ.
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε στον λιμνιαίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς μια ξύλινη πινακίδα με ίχνη γραφής, που χρονολογείται γύρω στο 5300 π.Χ.
Και επί προσθέτως, γιατί οι κάτοικοι του Αιγαίου, οι οποίοι τεκμηριωμένα ναυσιπλοούσαν τουλάχιστον από την 8η χιλιετία, όπως απ’ τα ευρύματα είτε στο Φράχθι της Ερμιονίδος (είτε από ναυάγια, όπως αυτό της Λήμνου είτε από βραχογραφίες) δεν επεχείρησαν να τους σταματήσουν;
Το γεγονός άλλωστε ότι το Σέσκλο δεν κατεστράφη από ΙνδοΕυρωπαϊκή εισβολή, αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι η διάδοχος ισχυρή πόλη της Θεσσαλικής πεδιάδος, το Διμήνι, ακολουθεί το ίδιο με το Σέσκλο πολεοδομικό σχέδιο, με ακρόπολη προστατευμένη από οχυρωματικούς περιβόλους και μέγαρο. Άρα υπάρχει συνεχής κατοίκισις του ιδίου λαού και όχι επήλυδων.
Ενδεικτικά αναφέρω τον Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων και τα ευρύματα της Τρίλλιας, που έφερε στο φως ο Άρης Πουλιανός, όπου και ανεκάλυψε κνήμη όρθιου ανθρώπου ηλικίας 11 εκατομ. ετών! Οι εν λόγω ανακαλύψεις αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια για την παλαιότητα της Ελληνικής φυλής. Bάση χρονολόγησης που δίνουν ξένα Πανεπιστήμια ο άνθρωπος των Πετραλώνων χρονολογείται μεταξύ 1.000.000 και 500.000 π.Χ.
Οι αέναοι ταξιδευτές Έλληνες, είτε ως Πελασγοί, είτε ως Μινωίτες, είτε ως Μυκηναίοι αργότερα, διέσχισαν απ’ τους παλαιότατους χρόνους τη Γηραιά Ήπειρο, εμπορευόμενοι με τους άγριους τότε Ευρωπαίους, στους οποίους και έδωσαν τα φώτα τους.
«ΤΑΥΤΗΝ ΓΑΡ ΟΙΚΟΥΜΕΝ ΟΥΧ ΕΤΕΡΟΥΣ ΕΚΒΑΛΟΝΤΕΣ ΟΥΔ’ ΕΡΗΜΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΟΝΤΕΣ ΟΥΔ’ ΕΚ ΠΟΛΛΩΝ ΕΘΝΩΝ ΜΙΓΑΔΕΣ ΣΥΛΛΕΓΕΝΤΕΣ, ΑΛΛ’ ΟΥΤΩ ΚΑΛΩΣ ΚΑΙ ΓΝΗΣΙΩΣ ΓΕΓΟΝΑΜΕΝ ΩΣΤ’ ΕΞ ΗΣΠΕΡ ΕΦΥΜΕΝ, ΤΑΥΤΗΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟΝ ΔΙΑΤΕΛΟΥΜΕΝ,ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΟΝΤΕΣ…»
«Ισοκράτους Πανηγυρικός», (24 – 25)
Στ’ αλήθεια, λαός που δεν ήρθε απ’ αλλού αλλά γεννηθήκαμε αυτόχθονες …
(Πλούταρχος – Περί Φυγής 604D-Ε,13)
Του Θησέα το πατρικό γένος φτάνει ως τον Ερεχθέα Και τους πρώτους αυτόχθονες ..
(Πλούταρχος – Βίοι Παράλληλοι – Θησεύς)